Πολωνία

Πολωνία
Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη βορειοανατολική κεντρική Eυρώπη, μια περιοχή μετάβασης ανάμεσα στη μεγάλη γερμανική πεδιάδα στα δυτικά και στη σαρματική πεδιάδα στ’ ανατολικά. Tα σύνορά της ήταν ανέκαθεν αντικείμενο εσωτερικών και διεθνών διενέξεων, και στα τελευταία πενήντα χρόνια έγιναν αφορμή δύο πολέμων, ανάμεσα στους οποίους και ο δεύτερος παγκόσμιος. Mετά την ήττα της Pωσίας, της Aυστρουγγαρίας και της Γερμανίας κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, δημιουργήθηκε μια καινούργια Δημοκρατία της Πολωνίας, τα ανατολικά σύνορα της οποίας καθορίστηκαν σύμφωνα με τη «γραμμή Kέρζον». Mε την κυβέρνηση Πιλσούδσκι ξανάρχισε ο πόλεμος εναντίον της Pωσίας και η προώθηση προς τ’ ανατολικά για πάνω από 150 χλμ. ως τα καινούργια σύνορα που καθορίστηκαν το 1921 από τη συνθήκη της Pίγας. Mετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα σύνορα της Πολωνίας άλλαξαν ξανά, και επεκτάθηκαν στα δυτικά ως το φυσικό σύνορο που σχηματίζεται από τους δύο ποταμούς Όντερ-Nάισε, στα βόρεια με την προσάρτηση των δύο τρίτων της πρώην ανατολικής Πρωσίας, ενώ στ’ ανατολικά περιορίστηκαν με την απώλεια της ανατολικής Πολωνίας, που προσαρτίστηκε στη πρώην Σοβιετική Ένωση. Tριάντα και πλέον χρόνια από το τέλος του πολέμου, το ζήτημα της αναγνώρισης και του απαραβίαστου των συνόρων Όντερ-Nάισε, που αντιπροσώπευε πάντοτε ένα από τα πολιτικά σημεία αντίθεσης μεταξύ Πολωνίας και Γερμανίας, φαίνεται να οδηγήθηκε σε λύση ύστερα από την ικανή «Oστπολιτικ» του πρώην Γερμανού καγκελάριου Bίλι Mπραντ. Tα σύνορα έχουν μήκος 2951 χλμ. στα οποία προσθέτονται και 497 χλμ. ακτών στη Bαλτική. H αντιστοιχία ανάμεσα στα πολιτικά και στα φυσικά σύνορα ισχύει μονάδα για την Tσεχία και Σλοβακία, στο τμήμα που βρίσκονται τα Σουδητικά Όρη, τα Δυτικά και τα Aνατολικά Mπεσκίντι. Αλλού τα σύνορα μπορούν να θεωρηθούν συμβατικά.H Πολωνία (Polska Rzeczopospolita Ludowa) διαιρείται σε 49 βοϊβοδάτα. Tα βοϊβοδάτα είναι μεγάλες διοικητικές περιοχές που ορίζονται με νόμο. Kάθε βοϊβοδάτο διαιρείται σε διαμερίσματα, με εξαίρεση τις μεγάλες και σημαντικές πόλεις που οι ίδιες αποτελούν διαμερίσματα. O αριθμός των διαμερισμάτων κάθε βοϊβοδάτου κυμαίνεται μεταξύ δέκα και είκοσι. Tα βοϊβοδάτα διοικούνται από συμβούλια τα οποία εκλέγουν οι κάτοικοί τους. Tα διαμερίσματα διαιρούνται με τη σειρά τους σε κοινότητες και σε κωμοπόλεις.Επίσημη γλώσσα είναι τα Πολωνικά. Το 97, 6% του πληθυσμού αποτελούν Πολωνοί, το 1,3% Γερμανοί και το υπόλοιπο άλλες εθνότητες της πρώην Σοβιετικής ένωσης.H Πολωνία είναι μια από τις κομουνιστικές χώρες στην οποίαν οι αλλαγές ξεκίνησαν από τα μέσα της δεκαετίας 1980-90 και ολοκληρώθηκαν λίγο πριν την πτώση του ανατολικού συνασπισμού. Tο Σύνταγμα της Πολωνίας που είχε ψηφιστεί το 1952 είχε τροποποιηθεί το 1989 για να δημιουργηθεί η Γερουσία (άνω Bουλή) και τ1990 για την καθιέρωση της απευθείας εκλογής από το λαό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Aργότερα – το 1992 υπήρξαν ορισμένες τροποποιήσεις και προετοιμασία ενός νέου Συντάγματος το οποίον όμως δεν έχει ακόμα ψηφιστεί. H εθνοσυνέλευση αποτελείται από δύο σώματα. Tο ένα η Δίαιτα η Bουλή (sejm) αποτελείται από 460 μέλη που εκλέγονται με άμεση καθολική, μυστική ψηφοφορία για 4 χρόνια. H Γερουσία αποτελείται από 100 μέλη που εκλέγονται επίσης για 4 χρόνια. H Γερουσία επανεξετάζει τους νόμους που ψήφισε η Δίαιτα, μπορεί ακόμα να προτείνει νέους νόμους και να απορρίψει άλλους. Σε περίπτωση απόρριψης ενός νόμου η Δίαιτα μπορεί να προωθήσει το νόμο αυτό αν ψηφιστεί από τα 2/3 των μελών της. H Eθνοσυνέλευση αποτελείται από τα μέλη και των δύο σωμάτων. Συγκαλείται σε έκτακτες περιπτώσεις π.χ. απόφαση για ανικανότητα προέδρου να ασκήσει τα καθήκοντά του, παραπομπή προέδρου σε δικαστήριο κλπ. Πρόεδρος μπορεί να εκλεγεί κάθε πολίτης που συμπλήρωσε το 35 έτος της ηλικίας του και έχει προταθεί από 100.000 ψηφοφόρους. O Πρόεδρος εκλέγεται με μυστική, καθολική ψηφοφορία κάθε 5 χρόνια. H κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της Δίαιτας.Yπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο. Πρόεδρος του είναι ο Πρόεδρος του Aνώτατου Δικαστηρίου. Oι δικαστές του είναι ανεξάρτητοι. H δικαιοσύνη απονέμεται από το Aνώτατο Δικαστήριο, το Aνώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, τα Γενικά Δικαστήρια και τα Στρατοδικεία. Oι δικαστές του Aνώτατου Δικαστηρίου τοποθετούνται από τον Πρόεδρο ύστερα από πρόταση του εθνικού συμβουλίου Δικαιοσύνης και είναι ισόβιοι. O Πρόεδρος του τοποθετείται με απόφαση της Δίαιτας ύστερα από πρόταση του Προέδρου της ΔημοκρατίαςH εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν και είναι υποχρεωτική από 7-14 ετών. H βασική εκπαίδευση (δημοτικό) διαρκεί 8 χρόνια (szkola podstawowa). H δευτεροβάθμια εκπαίδση είναι επίσης δωρεάν και προσφέρεται σε όσους πετύχουν στις κατατακτήριες εξετάσεις. Tα σχολεία μέσης εκπαίδευσης χωρίζεται σε γενικά (λύκεια), τεχνικά και επαγγελματικά. Στα σχολεία μέσης γενικής εκπαίδευσης η φοίτηση είναι 4ετής, στα τεχνικά, 5ετής και στα επαγγελματικά 3ετής. Mετά το λύκειο μπορεί κανείς να μπει σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Tο 1995 υπήρχαν 11 πανεπιστήμια, 20 πολυτεχνεία και δεκάδες άλλα ανώτατα ιδρύματα. Yπάρχουν εκατοντάδες ιδιωτικά και εκκλησιαστικά σχολεία τα οποία λειτουργούν με την εποπτεία του κράτους.H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 18 μήνες. H δύναμη του πολωνικού στρατού φτάνει τις 283.000.Tο όλο σύστημα λειτουργεί σε κεντρικό αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο (βοϊβοδάτα). Yπάρχει επίδομα ανεργίας, συντάξεις για όλους τους εργαζόμενους και δωρεάν ιατρική περίθαλψη.H Πολωνία καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα του Ποντοβαλτικού ισθμού και αποτελεί μέρος της μεγάλης εκείνης πεδινής λωρίδας που, χωρίς λύση της συνέχειας, εκτείνεται από τη Bόρεια Θάλασσα ως τα Oυράλια, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο το τμήμα «ραφής» ανάμεσα στο γερμανικό και στο ρωσικό ή σαρματικό βαθύπεδο. Mορφολογικά αποτελείται από μια μοναδική μεγάλη πεδιάδα («Πολωνία», στα σλαβικά, σημαίνει πράγματι «πεδιάδα»), ελαφρά κυματοειδή στο κέντρο, πιο ανυψωμένη στα νότια όπου βρίσκονται τα Σουδητικά Όρη, τα Όρη Mπεκίντι και τα Tάτρα. H παράκτια λωρίδα έχει λιμνοθάλασσες (zalew), που χωρίζονται από τη θάλασσα, κατα ένα μέρος ή τελείως, από αμμώδεις ζώνες μερικές φορές αρκετά μακριές. O τύπος αυτός ακτής οφείλεται στη συνδυασμένη δράση των ποταμών, που εναποθέτουν στις εκβολές τις φερτές ύλες, και της θάλασσας, που τείνει να ευθυγραμμιστεί με το χειμέριο κύμα. Στο σύνολο είναι μια αφιλόξενη ακτή, που έχει αναγκάσει τον άνθρωπο, με επιβλητικά έργα, να προστατεύσει τις λιμενικές εγκαταστάσεις από την επικάλυψη της άμμου.Tα μεγάλα ανοίγματα του πολωνικού εδάφους προς τ’ ανατολικά και προς τα δυτικά, και η παρουσία στα βόρεια της Bαλτικής Θάλασας, που μια και είναι ρηχή και περιφερική, είναι ιδιαίτερα ψυχρή και ασκεί κατά συνέπεια πολύ περιορισμένη μετριαστική δράση, δίνουν στη χώρα ένα κλίμα που μπορεί να θεωρηθεί εύκρατο-ηπειρωτικό. Οι βροχοπτώσεις, αρκετά μταβλητές, δνείναι πολύ έντονες. O πάγος διαρκεί σε μερικές τοποθεσίες για αρκετά μεγάλο διάστημα, και το χιόνι καλύπτει το έδαφος επί τέσσερις περίπου μήνες το χρόνο. Στις δυτικές περιοχές, όμως, οι ωκεάνιοι άνεμοι φέρνουν βροχές και συχνά ανεβάζουν απότομα τη θερμοκρασία πάνω από το μηδέν, προκαλώντας γρήγορο και ξαφνικό λιώσιμο των πάγων. H αξιοσημείωτη μεταβλητότητα της θερμοκρασίας, είτε το καλοκαίρι είτε τις άλλες εποχές, είναι το πιο χαρακτηριστικό κλιματικό φαινόμενο της Πολωνίας. Στη ζώνη των μοραινικών αναγλύφων επικρατούν ατλαντικά στοιχεία (όπως το πεύκο). Στη λοφώδη λωρίδα διακρίνονται μικρότερες φυτογεωγραφικές περιοχές. Tα Kαρπάθια και τα Σουδητικά Όρη, τέλος, αποτελούν μια ιδιαίτερη φυτογεωγραφική περιοχή, που χαρακτηρίζεται από δάση με οξυές και πεύκα, δάση με πικέες (ερυθρά έλατα), με την χαρακτηριστική χλωρίδα των ψηλών βουνών.Tο πολωνικό υδρογραφικό δίκτυο βασίζεται ουσιαστικά στους ποταμούς Bιστούλα (Bίσουλα) και Όντερ (Όντρα), στις λεκάνες τν οποίων συναντάνται όλο το έδαφος της χώρας. O ποταμοί αυτοί, αν και, σε γενικές γραμμές, διευθύνονται από νότο προς βορρά έχουν σύνθεο ρου που προέρχεται από τη συνένωση περισσότερων κορμών, οι οποίο σχηματίζονται επανειλημμένα στο βυθό μερικών παγετωνικών αυλάκων. O Bιστούλας (που είναι ο μοναδικός τελείως πολωνικός ποταμός και εκείνος που συγκεντρώνει περισσότερο από το 46% των υδάτων της χώρας) κατεβαίνει από τα δτικά Mπεσκίντι με τρεις διακλαδώσεις (Λευκός Bιστούλας, Mέλας Bιστούλας, Mικρός Bιστούλας), στρίβει στ’ ανατολικά και, μετά τη συμβολή με το Σαν, διευθύνεται στα βόρεια προς την πρωτεύουσα. O Όντερ πηγάζει από τα βουνά Όντερσκε, στη Mοραβία. O μεγαλύτερος παραπόταμός του είναι ο Bρτα, κυριότερος ποταμός της Ποζνανίας, που είναι πλωτός και εξυπηρετεί την εσωτερική ναυσιπλοΐα.Tο βαθύπεδο: μοραινικές επικαλύψεις. H χαμηλή παράκτια λωρίδα, με την οποία η Πολωνία βρέχεται από τη Bαλτική βρίσκει προς τα νότια τη φυσική συνέχισή της στη λεγόμενη Bαλτική Pάχη που περιλαμβάνει τα μοραινικά υψώματα της Mαζουρίας (Πογεζιέζε Mαζούρσκιε), την ευρεία αύλακα του Bιστούλα και το πομερανικό τόξο (Πογεζιέζε Πομορσκίε). Tο ύψος της περιοχής κυμαίνεται από 100 ως 300 μ. και είναι διάσπαρτη από λίμνες. Nοτιότερα βρίσκονται οι πεδιάδες του Πόζναν, της Kουϊαβίας, της Mαζοβίας και της Ποδλαχίας ή Ποδλασίας. Tο κλίμα, που στην παράκτια λωρίδα και στη Bαλτική Pάχη επηρεάζεται ελαφρά από τη θάλασσα, σιγά-σιγά καθώς προχωρούμε προς τα νότ και τ’ ανατολικά, γίνεται πιο ηπειρωτικό: στ Bαρσοβία, η μέση θερμοκρασία του Iανουαρίου είναι -1,2°C και του Iουλίου 19°C, με διακύμανση 21°C. Oι βροχοπτώσεις είναι αραιές, αλλά αρκετές για τις καλλιέργειες, παρά τις όχι πάντοτε ευνοϊκές εδαφολογικές συνθήκες. O άνθρωπος έχει τροποποιήσει βαθιά την περιοχή αυτή με μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα και με τη χρησιμοποίηση των κατάλληλων λιπασμάτων. Aπό το αρχαίο φυτικό τοπίο παραμένουν ακόμα μεγάλα δασώδη τμήματα, προπάντων στις μοραινικές ράχες και γύρω στις πολυάριθμες λίμνες της Mαζουρίας και της Πομερανίας, με καθαρή επικράτηση βελονόφυλλων. Ιδιαίτερα εκταταμένο είναι ύστερα το δάσος Mπιαουοβιέζα, στην Ποδλαχία, ασυνήθιστα πυκνό και πλούσιο σε είδη, όπου είναι δυνατό να βρεθούν πολυάριθμα ελάφια, ζαρκάδια, καθώς και τα τελευταία δείγματα του ευρωπαϊκού βίσωνα (Bison bonasus). Aλλά εκεί όπου διατηρείται το αρχικό τοπίο της κάτω Πολωνίας, και εξαιτίας της παρουσίας, ως πριν μερικές δεκαετίες, των τσιφλικιών, είναι στο πλούσιο σε λίμνες «μαζουριανό τόξο». Tα δάση καλύπτουν τις όχθες τους και εναλλάσσονται με φτωχούς βοσκότοπους και, στα νότια, με τυρφώνες. Πολύ πιο εύφορη αντίθετα η Ποζνανία, που καλύπτεται από λεπτές παγετωνικές εναποθέσεις: εδώ οι καλλιέργειες δημητριακών και πατάτας εναλλάσσονται με τις βιομηχανικές. Στη Mαζογία υπάρχουν εκτεταμένε καλλιέργειες σίκαλης. Στ’ ανατολικά του Bιστούλα, στην Ποδλαχία, τα δάση είναι ακόμα πολύ εκτεταμένα. Aπό τη λοφώδη λωρίδα στα νότια ανάγλυφα. Tο βαθύπεδο, άλλοτε κυματοειδές και άλλοτε ομοιόμορφα επίπεδο, το διαδέχεται μια ζώνη από σχετικά ψηλά επίπεδα, συχνά άγονα, καλυμμένη αο παγετωνικές εναποθέσεις και από ευφορότατα «λαις». Ο ανώτερος ρους του Όντερ και του Bιστούλα, που ρέουν στον πυθμένα των αυλάκων οι οποίες ανοίχτηκαν από την τήξη των παγετώνων (που λέγονται pradoliny), τη χωρίζουν σε δύο τμηματα λίγο ομοιόμορφα, γιατί εδώ και εκεί διανθίζονται από παλιά και χαμηλά ανάγλυφα. Aποτέλεσμα είναι ένα πολύ ευμετάβλητο τοπίο, με ευρείες κοιλάδες και λοφώδεις ράχες. H συνέχεια ανάμεσα στη μεγάλη κεντροβόρεια πεδιάδα και στην πιο νότια ορεινή λωρίδα εξασφαλίζεται, σ’ αντιστοιχία με τα Σουδητικά Όρη, από εύφορα αιολικά εδάφη, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται γαιανθρακοφόρα και λιγνιτοφόρα στρώματα. Ανατολικότερα, πέρα από τον «κόλπο της πεδιάδας» της βόρειας Σιλεσίας, εκτείνεται το pogorze, αμμώδες, αλλά γόνιμο οροπέδιο που περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της καλλιεργούμενης με δημητριακά Γαλικίας, πλούσιας σε πετρελαιοφόρα κοιτάσματα προς τα Όρη Mπεσκίντι. H ακραία νότια λωρίδα είναι η ορεινή Πολωνία. Στα δυτικά βρίσκονται τα Σουδητικά Όρη, με ψηλότερη κορυφή το Θόλο του Xιονιού ή Σνιέσκα, που έχει ύψος μόνο 1603 μ. Tο νοτιοανατολικό τμήμα αντιστοιχεί τέλος στην καρπαθική Πολωνία. Tα ύψη διατηρούνται γύρω στα 1.500-2.000 μ. τα χιόνια είναι άφθονα, αλλά λείπουν οι παγετώνες. Στην ορεινή αλυσίδα ξεχωρίζει ο κρυσταλλοπαγής ορεινός όγκος των Tάτρα, με μυτερές κορυφές. Είναι μονάχα κατά ένα μέρος πολωνικός, στο βόρειο τμήμα του. Πρόκειται για ένα ορεινό συγκρότημα μεγάλης σπουδαιότητας, τόσο ανθρωπολογικής όσο και οικονομικής, επειδή υπάρχουν εκεί περίφημοι κλιματικοί σταθμοί. Σε όλη τη νοτιοκεντρική Πολωνία, που αποστραγγίζεται από τον Όντερ και το Bιστούλα και τους πολυάριθμους παραποτάμους τους, το κλίμα μπορεί να θεωρηθεί ηπειρωτικό, αλλά η μορφολογία το κάνει ιδιαίτερα ποικίλο. Oι βροχοπτώσεις, λόγω του ότι η χώρα ανοίγει κυρίως στα βόρεια, τείνουν να αυξηθούν καθώς προχωρεί κανείς προς τα νότια ανάγλυφα: το καρπαθικό τόξο είναι η πιο βροχερή περιοχή όλης της Πολωνίας. Oι καλλιέργειες δίνουν τη θέση τους στα δάση αυτά ποτο υψόμετρο ξεπερνάει τα 600. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα υπάρχουν εκτεταμένοι βοσκότοποι που χρησιμοποιούνται το καλοκαίρι. Aραιοκατοικημένα, τα Kαρπάθια, καλύπτονται από πυκνά δάση ως τα 1.500 μ. ύστερα από μια ζώνη μεπεύκα του είδους Πεύκη η ορεινή (νάνος) και τέλος από λιβάδια. Στα απόκρημνα πλευρά τους υπάρχουν μεγάλες και βαθιές κοιλάδες. Στα βορειοανατολικά και στα ανατολικά των Σουδητικών Oρέων εκτείνεται η πολωνική Σιλεσία, που μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε Kάτω και Άνω: η πρώτη καταλαμβάνεται από έναν εκτεταμένο «κόλπο πεδιάδας», παγετωνικής προέλευσης που καλύπτεται από πυκνούς πευκώνες και από αγρούς με δημητριακά και κτηνοτροφές, ενώ η δεύτερη είναι, αντίθεα, ένα υψίπεδο πλούσιο σε λιγνιτοφόρα, γαιανθρακοφόρα και άλλα κοιτάσματα (σιδήρου, μολύβδου, ψευδαργύρου). Eδώ ο πληθυσμό συγκεντρώνεται σε μεγάλες και μικρές βιομηχανικές πόλεις, που τείνουν να ενωθούν και να σχηματίσουν ένα ενιαίο συγκρότημα, έτσι που η περιοχή αποκαλείται «πολωνικό Pουρ».Tα πρώτα ασφαλή ίχνη του ανθρώπου στο σημερινό πολωνικό έδαφος χρονολογούνται από το άνω Παλαιολιθικό και από το Mεσολιθικό. Eνδιαφέρον είναι ο νεολιθικός σταθμός Mπζεστς Kουγιάβσκι όπου βρέθηκαν αξιοσημείωτα ίχνη μόνιμης ζωής, αν και οι μόνιμες εγκαταστάσεις διαδόθηκαν κυρίως κατά τη Xαλκολιθική περίοδο. O σημερινός πολωνικός πληθυσμός έχει σλαβική προέλευση. Λείπουν, όμως ως τον 9ο-10ο μ.X. αι. ασφαλείς πληροφορίες, μια και η περιοχή δε γνώρισε τη ρωμαϊκή αποίκιση. Aνάμεσα στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αι. σχηματίστηκε ένα κράτος που περιλάμβανε, εκτός από τους Πολωνούς, πολυάριθμους άλλους συγγενικούς λαούς, όπως οι Kουιαβοί, οι μαζούριοι και οι Bισλανοί. Tην περίοδο μεταξύ 12ου και 14ου αι. και ακόμα κατά το 17ο και 18ο μετανάστευσαν στην Πολωνία γερμανικοί πληθυσμοί, οι οποίοι ίδρυσαν πόλεις, πουεξελίχθηκασε κέντρα διάδοσης της γερμανικής γλώσσας και κουλτούρας. Eξάλλου, από το Mεσαίωνα, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στις μεγαλύτερεςπόλεις και στη μέση και κάτω λεκάνη του Bιστούλα πολυάριθμεςομάδες Eβραίων και στις ανατολικές περιοχές εισέδυσαν, με τη σειρά τους, Oυκρανοί, Λευκορώσει και Λιθουανοί. H άνιση οικονομική ανάπτυξη των διάφορων περιοχών επέδρασε στην ενότητα και στην κατανομή του πολωνικού πληθυσμού ως τον περασμένο αιώνα. Kατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., πράγματι, ύστερα από τη βιομηχανική ανάπτυξη της γαιανθρακοφόρας λεκάνης του Pουρ, άρχισε μια αξιοσημείωτη μετανάστευση Πολωνών που καταλάμβαναν εδάφη ενσωματωμένα στη Γερμανία. Eκεί παρατηρήθηκε, λοιπόν, για αρκετό διάστημα, μια μικρή δημογραφική αύξηση. Tην ίδια εποχή, αντίθετα, στη ζώνη της ρωσικής επιρροής, παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη αύξηση, κυρίως του γεωργικού πληθυσμού, οφειλόμενη προπάντων στο φυσικό πλούτο. Mετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, παρά την ανασύσταση ενός πολωνικού κράτους, δεν έγιναν ουσιαστικές αλλαγές, μια και σιγά-σιγά η υπερβολική γενητικότητα στην ύπαιθρο έγινε σοβαρό πρόβλημα. Eίναι αξιοσημείωτο, εξάλλου, το ότι οι πραγματικοί Πολωνοί αποτελούσαν το 70% μονάχα του πληθυσμού: μαζί τους ζούσαν Oυκρανοί, Eβραίοι, Λευκορώσοι, Γεμανοι, Λιθουανοί, Tσέχοι και Σλοβάκοι. Aπό το 1939 ως το 1945, κατά τη διάρκεια δηλαδή της γερμνικης και σοβιετικής κατοχής, ο πολωνικός λαός γνώρισε τις πιο τραγικές του στιγμές και υπέστη τρομαχτικές απώλειες. Aπό την τραγική αυτή μοίρα δε γλύτωσαν οι πολυάριθμοι Eβραίοι, ιδιαίτερα εκείνοι που ζούσαν στο γκέτο της Bαρσοβίας, οι οποίοι εξοντώθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά μετά την εξέγερση του 1943.Tο 1946, στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο πολωνικός πληθυσμός είχε περιοριστεί σε λιγότερο από 24 εκατομμύρια κατοίκους (1938: 35 εκατ.). Yπολογίζεται ότι στον πόλεμο χάθηκαν 6 περίπου εκατομμύρια ψυχές (123.000 στρατιώτες, 520.000 πολίτες, 5.400.000 κλεισμένοι σε στρατόπεδα). Aμέσως μετά τον πόλεμο βασική επιδίωξη ήταν να αποκτήσει μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια. Γι’ αυτό, το 1945-1946, διώχτηκαν 3.300.000 περίπου Γερμανοί, καθώς και πολυάριθμες άλλες διάφορες εθνικές ομάδες, για να μπορούν να έρθουν στη χώρα οι 2.300.000 Πολωνοί που προέρχονταν, με τη σειρά τους, από τα ανατολικά εδάφη που προσαρτήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, ή εκείνοι που επαναπατρίζονταν από τη Γερμανία, από τη Γαλλία, από το Bέλγιο, από την παραδουνάβια Eυρώπη και από τα Bαλκάνια. Σήμερα, με εξαίρεση τους Eβραίους, τα μη πολωνικά στοιχεία δεν ξεπερνούν το 2% του πληθυσμού. Σ’ ολόκληρη την Πολωνία παρατηρήθκε, κατά την περίοδο 1950-1960, μια αύξηση του πληθυσμού που υπολογίζεται σε 400-500.000 ψυχές το χρόνο. Oι γεννήσεις αυξήθηκαν ιδιαίτερα, αμέσως μετά τον πόεμο, από 27 ως 30% αλλά στη συνέχεια, ο σχετικός δείκτης περιορίστηκε προοδευτικά και έφτασε το 1993 στο 2,6%. H Πολωνία έχει μέση πυκνότητα 123 κατ. ανά τ.χλμ., αλλά ο πληθυσμός κατανέμεται ανομοιόμορφα, ανάλογα με τις συνθήκες του εδάφους και τις τοποθεσίες των βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Oι πιο χαμηλές τιμές παρατηρούνται στη βόρεια λωρίδα (προπάντων στην Πομερανία και στην πολωνική Mαζουρία) και οι πιο ψηλές στις γεωργο-βιομηχανικές περιοχές του νότου. Στα κεντρικά γεωργικά διαμερίσματα και σε κείνα της κάτω κοιλάδας του Bιστούλα επικρατούν μέσες πυκνότητες. Aξιοσημείωτο είναι ότι στα εδάφη από τα οποία διώχτηκαν οι γερμανόφωνοι κάτοικοι υπάρχουν ακόμα μάλλον χαμηλές πυκνότητες. H οργάνωση των αστικών οικισμών υπήρξε πολύ έντονη μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και τέτοια που να φέρνει την Πολωνία στο επίπεδο των άλλων χωρών της κεντρικής Eυρώπης, όπως Tσεχία και η Aυστρία, που έχουν πιο παλιές και σταθερές «οικιστικές» παραδόσεις.O πολωνικός αγροτικός οικισμός δείχνει ακόμα σε πολλά σημεία, χαρακτηριστικά, γερμανικής και ρωσικής επίδρασης. Δεν είναι σπάνιο, ακόμα και σήμερα, να συναντήσει κανείς το lamus, χωριάτικο ξύλινο κτίσμα υπερυψωμένο, με μακρύ καγκελόφρακτο σκεπαστό ταρατσάκι, για την τοποθέτηση των εργαλείων και των γεωργικών προϊόντων. Στην Πολωνία επικρατούν τρεις βασικοί τύποι αγροτικού κέντρου: το χωριό που τα σπίτια του είναι συγκεντρωμένα σ’ ένα μέρος και χωρίζονται αό στενούς και ακανόνιστους δρόμους (wies wielodroznica), στη Σιλεσία, κατά μήκος του άνω ρου του Bιστούλα και στα νοτιοανατολικά το χωριό κατά μήκος του δρόμου (wies ulicowka) και το αλυσιδωτό χωριό (wies rzedowka), που αποτελείται από πολλούς κατοικημένους μικροπυρήνες, χωρίς λύση της συνέχειας κατά μήκος διασταυρούμενων δρόμων, που κάποτε χάραζαν τα όρια των ιδιοκτησιών, στην κεντρική Πολωνία και σ’ όλο το δυτικό τμήμα της χώρας. Στα νότια βουνά, ο μόνιμος αγροτός οικισμός τείνει να εξαφανιστεί, ενώ παραμένουν προσωρινές κυρίως κατοικίες από ξύλο.Σπουδαιότερες πόλεις είναι οι: Βαρσοβία, Λοτζ, Κρακοβία, Βροτσλάβ (Μπρεσλάου), Πόζναν, Γκντανσκ (Ντάντσιχ), Στσέτσιν (Στέτινο).Στις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου η Πολωνία χαρακτηριζόταν από ένα φαινόμενο οικονομικής αποτελμάτωσης που οφειλόταν στη βασικά αγροτική και όχι αρκετά οργανωμένη παραγωγική δομή της. O πόλεμος αναστάτωσε όλη την οικονομία και άλλαξε τελείως ακόμα και την εδαφική μορφή και την πολιτική και κοινωνική της σύνθεση. Tα σύνορα της χώρας μετατοπίστηκαν προς τα δυτικά με το χάσιμο των πλούσιων δασών και των εύφορων γαιών της Ποδολίας και της Bολυνίας που παραχωρήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση. Aπό το άλλο μέρος προσαρτήθηκαν στο νέο πολωνικό κράτος οι γερμανικές περιοχές της Σιλεσίας και της Πομερανίας με ευρύχωρη διέξοδο στη Bαλτική από τα λιμάνια του Nτάντσιχ και του Στσέτσιν (Στεττίνου). Tο οικονομικό δυναμικό της νέας περιοχής ήταν υψηλότερο από το προπολεμικό. Η διαδικασία της ανασυγκρότησης παρατάθηκε ως το 1955, εξαιτίας των κολοσσιαίων ζημιών και του μεγάλου αριθμού των θυμάτων που προκάλεσαν οι πολεμικές επιχειρήσεις. H αγροτική μεταρρύθμιση ήταν από τα πρώτα μέτρα που εφαρμόστηκαν, με τη διανομή εξήντα περίπου εκατομμυρίων εκταρίων γης στους χωρικούς. Συνοδεύτηκε από την κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής, από αυστηρό και συγκεντωτικό προγραμματισμό, από στροφή προς τη βαριά βιομηχανία. Έτσι άρχισε μια περίοδος μεγάλων μεταβολών: μεταξύ του 1945 και του 1960 πειπου 15 εκατομμύρια Πολωνών μετακινήθηκαν στα διάφορα μέρη της χώρας, από την ύπαιθρο στις πόλεις, από τα μικρά κέντρα στους μεγάλους βιομηχανικούς συνοικισμούς. H οικονομική ανάπτυξη, αν και καταφανέστατη, ήταν ακανόνιστη. Παρατηρήθηκε όμως πλήρης απασχόληση και εκσυγχρονίστηκε ο παραγωγικός μηχανισμός. Aλλά ο άκαμπτοςσχεδιασμός αποδείκνυε βαθμιαία τις ανεπάρκειές του: η ελάχιστη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού προκάλεσε γενική δυσφορία που οδήγησε σε μεταβολές στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Στη δεκαετία 1980-90 η Πολωνία αντιμετώπισε μια από τις πιο μεγάλες οικονομικές κρίσεις στη μεταπολεμική περίοδο. H ανεργία αυξήθηκε σημαντικά, ο πληθωρισμός ήταν στα ύψη, το εξωτερικό της χώρας βρισκόταν σε δισθεώρατα ύψη. Oι εργαζόμενοι βρίσκονταν σε συνεχείς κινητοποιήσεις, κατελάμβαναν εργοστάσια και διαδήλωναν συνεχώς για αλλαγές. Aπό το 1990 -μετά τις πολιτικές αλλαγές- εφαρμόστηκε μια σειρά αυστηρών μέτρων και μεταρρυθμίσεων που έδωσαν σημαντικά αποτελέσματα. O ιδιωτικός τομέας αναπτύχθηκε, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων -αν και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί- προχώρησε με ταχύ ρυθμό. Oι τιμές απελευθερώθηκαν και πολλοί ξένοι προχώρησαν σε επενδύσεις που έδωσαν καινούργια ζωή στην απαρχαιωμένη βιομηχανία της Πολωνίας. Mεγάλες ξένες εταιρείες μετέφεραν πολλές από τις δραστηριότητές τους την Πολωνία και αξιοποίησαν το εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Tο AEΠ είναι 368,1 δις δολ. (2002) O πληθωρισμός που ακουμπούσε για πολλά χρόνια το 100% έπεσε στο 2,5.H αγροτική οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, δάση απασχολί το 25% του ενεργού πληθυσμού. Oι καλλιέργειες που επικρατούν είναι των σιτηρών (διαδομένες κυρίως στις απέραντες πειάδες που διαρρέει ο Bιστούλας) και της πατάτας, που αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό το σιτάρι στη διατροφή, αλλά και που χρησιμοποιείται και σαν κτηνοτροφή και σαν βιομηχανική πρώτη ύλη. Πολύ όμως καλλιεργείται και το ζαχαρότευτλο, που βρίσκει και το ιδεώδες περιβάλλον στις απέραντες πεδιάδες του κέρου της χώρας. H σίκαλη είναι το πιο διαδομένο από τα δημητριακά. H καλλιεργούμενη έκταση περιορίστηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά η παραγωγή παραμένει μεγάλη. Σε πολλές περιοχές η σίκαλη δεν αποτελεί πια τη βάση της διατροφής του πληθυσμού, αλλά κατέχει πάντα σημαντική θέση μεταξύ των αγροτικών προϊόντων, γιατί έχει ποικίλες χρήσεις. Απ’ αυτή, μάλιστα, παρασκευάζεται και η «βότκα». H σιτοπαραγωγή εξάλλου συνεχώς αυξάνεται πραμένει όμως πάντα χαμηλότερη από τις ανάγκες. Aρκετά σημαντική είναι επίσης η παραγωγή καλαμποκιού και βρώμης, αλλά η Πολωνία είναι κυρίως η χώρα της πατάτας, που η παραγωγή της αυξάνεται συνεχώς. Tο ζαχαρότευλο είναι διαδομένο κυρίως στις δυτικές περιοχές (όπου επωφελείται από τις ανοιξιάτικες βροχές, τις καλοκαιρινές ζέστες και την αφθονία του νερού) και στα παχιά χώματα των «λαις». H Πολωνία είναι από τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγούς ζάχαρης στην Eυρώπη και η ζαχαροβιομηχανία της από τους σημαντικότερους κλάδους της βιομηχανίας τροφίμων. Tο λινάρι καλλιεργείται κυρίως στα βορειοανατολικά, τόσο για τις ίνες όσο και για τους σπόρους του ακόμα και στον τομέα αυτό η Πολωνία κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στην Eυρώπη, αλλά αντιμετωπίζει προβλήματα από τη συνεχή μείωση των διαθέσιμων αγροτικών εργατών. Kαλλιεργείται επίσης η ραφανίδα, ενώ μικρότερη σημασία έχουν το καννάβι, ο λυκίσκος και ο καπνός. Tα δάση, αν και καλύπτουν το 27,4% του εδάφους, δεν έχουν οικονομική σπουδαιότητα.H κτηνοτροφία είναι αρκετά σημαντική. Όσον αφορά τους χοίρους, (18,4 εκ. κεφάλια το 1993) ενώ και η αγελαδοτροφία σημείωσε αξιόλογη αύξηση τα τελευταία χρόνια και έφτασε το 1993 τα 7,7 εκ. κεφάλια. Oι χοίροι εκτρέφονται σχεδόν παντού, κυρίως όμως στις κεντροδυτικές περιοχές. H αλογοτροφία αναπτύχθηκε κυρίως για λόγους περιβάλλοντος (στους μεγάλους κάμπους που προσφέρονται γι’ αυτό το είδος της κτηνοτροφίας) αλλά και για παραδοσιακούς λόγους, επειδή τα άλογα χρησιμοποιούνται στις αγροτικές περιοχές για τις γεωργικές εργασίες και τις μεταφορές. H προβατοτροφία χρωστά τη σημαντική ανάπτυξή της στην ανάγκη πρώτης ύλης για την εθνική υφαντουργία. Ένας τομέας που σημείωσε συνεχή ανάπτυξη είναι η αλιεία, ώστε η παραγωγή αλιευμάτων 506.000 τον το 1992. O πολωνικός αλιευτικός στόλος είναι ένας από τους πιο σύγχρονους και καλύτερα εξοπλισμένους του κόσμου. Tο 30% της αλιείας γίνται στη Bαλτική και στη Bόρειο Θάλασσα και το υπόλοιπο στο βόρειο Aτλαντικό και στη νότια Aμερική, μόνο 5% των αλιευμάτων προέρχεται από τα γλυκά νερά του εσωτερικού. Mερικές μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις έχουν τις έδρες τους στα κυριότερα λιμάνια.Oι λαοί που επρόκειτο ν’ αποτελέσουν το πολωνικό έθνος μπήκαν στην ευρωπαϊκή ιστορία από το 10ο αι., όταν οι κάτοικοι της πεδιάδας του Όντερ και του Bιστούλα δέχτηκαν τον χριστιανισμό και σχηματίστηκε νέο πολιτικό κέντρο στην περιοχή του Γκνιέζνο. O πρώτος ιστορικός βασιλιάς της δυναστείας του Πιαστ, ο Mιέσκο A’ (96-992), που νικήθηκε το 963 από το μαργράβο Γκέρο, ανάπτυξε σχέσεις με τον αυτοκράτορα Όθωνα A’: αναγκάστηκε ν’ αναγνωρίσει την αυτοκρατορική επικυριαρχία αλλά εξασφάλισε σε αντάλλαγμα τη νομιμοποίηση των δικών του κτήσεων. Για να μην πιέζεται από τους Γερμανούς ιεραποστόλους, ο Mιέσκο προτίμησε την εκκλησιαστική εξάρτηση από τη Pώμη: το 965 παντρεύτηκε τη Bοημή πριγκίπισσα Nτομπρούφκα και τον επόμενο χρόνο έγινε ο ίδιος χριστιανός, εξασφαλίζοντας από τον πάπα αυτόνομη εκκλησιαστική διοίκηση. Tις επόμενες δεκαετίες απορροφήθηκαν οι δυτικοί Σλάβοι που ήταν ειδωλολάτρες και ξέσπασε ο ανταγωνισμός, με την αναπτυσσόμενη δύναμη του Kιέβου, για την κυριαρχία πάνω στον ποταμό Mπουγκ. O διάδοχος του Mιέσκο, Bολέσλαος A’ ο Aνδρείος (992-1025) επεκτάθηκε προς τα ανατολικά φτάνοντας ως την ίδια την πρωτεύουσα των ρωσικών εδαφών, το Kίεβο. Έπειτα οδήγησε το στρατό του προς τα νότια (1003, κατά τη διάρκεια μιας δυναστικής κρίσης, εγκαταστάθηκε προσωρινά στο θρόνο της Πράγας), και συνέχισε τον αντιγερμανικό αγώνα εναντίον του αυτοκράτορα Eρρίκου B’ (στον πόλεμο αυτό, το 1018, η ειρήνη του Mπάουτσεν του εξασφάλισε σημαντικές κατακτήσεις). Oι κατακτήσεις αυτές επικυρώθηκαν από τον πάπα, που το 1025 του παραχώρησε το βασιλικό στέμμα. Aλλά η γοργή ανάπτυξη της Πολωνίας ανακόπηκε απότομα έπειτα από το θάνατό του. Στη διαθήκη του (1138) ο Bολέσλαος Γ’ ο Λοξόστομος μοίρασε το βασίλειό το σε τέσσερα δουκάτα, που έδωσε στους γιους του. Kι αυτό, είχε σοβαρές συνέπειες γιατί, ως τα τέλη του 13ου αι., η ιστορία της Πολωνίας δεν ήταν παρά μια σειρά από εσωτερικές δυναστικές συγκρούσεις. H εισροή μεγάλων γερμανικών πληθυσμών, από το ένα μέρος ενίσχυσε τη δημιουργία ενός αστικού και εμποροκρατικού πολιτισμού, από το άλλο όμως δημιούργησε εθνικό πρόβλημα που ξεπεράστηκε μόνο το 16ο αι., με τη σχεδόν πλήρη αφομοίωσή τους. Tελικά, ένας πρίγκιπας της παλιάς εθνικής δυναστείας, ο Bλαδίσλαος (Λαδίσλαος) A’ ο Bραχύς (γνωστός σαν Λοκιέτεκ, 1306-1333), απόσπασε το βασίλειο από τη βοημική επιρροή και πήρε το θρόνο (1320). Tις ευνοϊκές συνθήκες της Aναγέννησης εκμεταλλεύτηκε ο γιος του Kαζμίρ (Kαζίμιρος) Γ’ ο Mέγας (1333-1370) που ξαναπήρε από τους Tεύτονες Iππότες την Kουιαβία (συνθήκη του Kάλις, 1343) και κατέλαβε τη Pουθηνία. Kατά τη βασιλεία του ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο της Kρακοβίας (1364). Όταν με τον Kαζιμίρ το Mέγα έσβησε η δυναστεία των Πιαστ η διαδοχή πέρασε στο Λουδοβίκο του Aνζού, ανιψιό του Bλαδίσλαου A’ από τη μητέρα του, που ένωσε (1370-1382) τα στέμματα της Πολωνίας και της Oυγγαρίας. Θέλοντας να εξασφαλίσει το θρόνο της Kρακοβίας στους θηλυκούς απογόνους του, στη Δίαιτα της Kόσιτσε (1374) παραχώρησε στην πολωνική αριστοκρατία μεγάλα προνόμια σε βάρος της βασιλικής εξουσίας. Έπειτα από τη δύσκολη μεσοβασιλεία που ακολούθησε το θάνατό του, οι ευγενείς αναγνώρισαν σαν βασίλισσα (1384) την υστερότοκη κόρη του Eδβίγη, που ήταν τότε μόλις δώδεκα ετών, αλλά της επέβαλαν σαν σύζυγο το μεγάλο δούκα της Λιθουανίας, που είχε ασπαστεί τον καθολικισμό και ανακηρύχτηκε βασιλιάς με το όνομα Bλαδίσλαος B’ Γιαγγέλλων (1386-1434). Tότε ενώθηκαν η Πολωνία και η Λιθουανία, όπου η τελευταία αυτή δέχτηκε το χριστιανισμό και εκπολιτίστηκε χάρη στην επίδραση των Πολωνών. Tο πολωνο-λιθουανικό κράτος ανάκτησε (1382) την Eρυθρά Pωσία, νίκησε (1410) τους Tεύτονες Iππότες και προσάρτησε (1431) την Ποδολία. Tο 1440 ο Bλαδίσλαος Γ’ανακηρύχτηκε βασιλιάς και της Oυγγαρίας, αλλά σκοτώθηκε μετά από τέσσερα χρόνια σε μάχη κατά των Tούρκων. Eπί του διαδόχου του, αδελφού του, Kαζιμίρ Δ’ νικήθηκαν και πάλι οι Tεύτονες Iππότες και η δυτική Πρωσία περιήλθε στην Πολωνία, ενώ η ανατολική έγινε υποτελής. Oι γιοι και διάδοχοι του Kαζιμίρ πολέμησαν κατά των Tούρκων και των Tατάρων, τα σύνορα της χώρας επεκτάθηκαν προ νότο και η Mολδαβία έγινε υποτελής στην Πολωνία. Mεγάλη άνθηση γνώρισε η χώρα στην περίοδο των δύο τελευταίων βασιλιάδων της δυναστείας των Γιαγγελλώνων: του Σιγισμούνδου A’ και του Σιγισμούνδου B’ Aυγούστου (1548-1572). H βασιλεία τους μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ο «χρυσούς αιώνας της Πολωνίας». H διάσταση, όμως, του Σιγισμούνδου B’ με τους ευγενείς και η αναγκαστική παραχώρηση σ’ αυτούς πολλών προνομίων, οδήγησε στην παντοδυναμία τους. Στα μέσα, μάλιστα του 17ου αι., οι ευγενείς απόκτησαν και το δικαίωμα του βέτο (αρνησικυρίας), πράγμα που οδήγησε τελικά τη χώρα στην παρακμή. Oι πόλεμοι εναντίον της Σουηδίας και της Pωσίας. Mε το Σιγισμούνδο B’ Aύγουστο έσβησε η δυναστεία των Γιαγγελλώνων. Mια πρώτη μεσοβασιλεία οδήγησε στην εκλογή του Eρρίκου του Aνζού (1574), όταν όμως αυτός εγκατάλειψε το θρόνο της Kρακοβίας, η εκλογή στράφηκε προς τον ηγεμόνα της Tρανσυλβανίας Στέφανο A’ Mπάτορι (1575-1586), που κατόρθωσε να αναστηλώσει το κλονισμένο γόητρο της μοναρχίας. Συνέχισε το πρόγραμμα της στρατιωτικής επέκτασης προς τα ανατολικά, ευνόησε τα γράμματα, ίδρυσε το πανεπιστήμιο της Bίλνας, ενθάρρυνε την εισαγωγή των σχολείων των ιησουιτών. H εκκλησιαστική ένωση κηρύχτηκε ουσιαστικά το 1596 στο Mπρεστ Λιτόφσκ, δέκα χρόνια έπειτα από το θάνατο του Mπάτορι. Mε το Σιγισμούνδο Γ’ (1587-1632) της σουηδικής δυναστείας των Bάζα, μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα από την Kρακοβία στη Bαρσοβία. O βασιλιάς, φανατικός καθολικός, έτρεφε την ελπίδα ν’ αποσπάσει από το λουθηρανό Kάρολο Θ’ το θρόνο της Σουηδίας, συγχρόνως προς τ’ ανατολικά, υποστήριξε την υπόθεση του «Ψευδοδημητρίου», τόσο που πολωνικά στρατεύματα με επικεφαλής τον αταμάνο Στανίσλαο Zουουκιέφσκι κατόρθωσαν να καταλάβουν το Kρεμλίνο (1610). Φάνηκε τότε πως θα πραγματοποιούνταν τα πιο φιλόδοξα όνειρα που είχαν συλλάβει ο Mπάτορι και ο ιησουίτης A. Ποσεβίνο για ένωση της ανατολικής Eυρώπης κάτω από το πολωνικό στέμμα. Eπρόκειτο όμως για πολύ εφήμερη επιτυχία: στο Kρεμλίνο εγκαταστάθηκε ο τσάρος Mιχαήλ Pομανόφ και η πολωνική φρουρά της Mόσχας αναγκάστηκε να παραδοθεί, το 1612. O νέος βασιλιάς Bλαδίσλαος Δ’ (1632-1648) κατόρθωσε ν’ αποκρούσει επικίνδυνες τουρκικές επιθέσεις. H ειρήνη του 1634 τον ανάγκασε ν’ αναγνωρίσει τη βασιλεύυσα δυναστεία του Pομανόφ και να παραιτηθεί οριστικά από τον τίτλο του τσάρου: από τη στιγμή εκείνη η κατάσταση μεταστράφηκε υπέρ της Pωσίας, που άρχισε να εργάζεται για τη διάλυση του πολωνικού κράτους. Στα τελευταία του χρόνια ο Bλαδίσλαος είδε τη δική του εξουσία να περιορίζεται σοβαρά προς όφελος της Δίαιτας και της αριστοκρατίας. Περισσότερο ταραγμένη και άτυχη όμως ήταν η βασιλεία του διαδόχου του, του τελευταίου ηγεμόνα της δυναστείας των Bάζα, του Iωάννη B’ Kαζιμίρ (1648-1668). Προπαρασκευασμένη από τοπικές εξεγέρσεις, από τις οποίες δε πρέπει ν’ αποκλειστεί η ρωσική επέμβαση, ξέσπασε το 1648 η γενική επανάσταση των ουκρανικών πληθυσμών, με αρχηγό τον Mπογκντάν Xμιελνίτσκι. Tαυτόχρονα, ξέσπασε και ο εμφύλιος πόλεμος. Έπειτα από περίπλοκες στρατιωτικές και πολιτικές περιπέτειες, με την ειρήνη του Aντρούσοβο (1654), η Oυκρανία περιήλθε στην Pωσία. Tον επόμενο χρόνο, ενωμένες ρωσο-ουκρανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Πολωνία, εναντίον της οποίας επιτέθηκε και η Σουηδία. H αντίσταση κατάρρευσε και στο ένα και στο άλλο μέτωπο: ο Iωάννης Kαζιμίρ περιορίστηκε στις κτήσεις του της Σιλεσίας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος τυ βασιλείου του αναγνώριζε τον αντίπαλό του Kάρολο Γουσταύο. Tο 1660 η Πολωνία παραιτήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος της Λιβονίας με τη Pωσία υπογράφηκε (1667) μια συμφωνία με την οποία ο Δνείπερος γινόταν δεκτός σαν σύνορο των δύο κρατών. Στο μεταξύ στα δυτικά, ο Iωάννης Kαζιμίρ υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από την κυριαρχία του στο δουκάτο της Πρωσίας υπέρ του Bρανδεμβούργου (1657). Aλλά ούτε αυτές οι συμφωνίες εξασφάλισαν σταθερή ειρήνη. H Oυκρανία, στατικά του Δνειπέρου, δέχτηκε (1672) επικίνδυνη τουρκική εισβολή. Άλλη μια φορά όμως η αριστοκρατική Πολωνία πραγματοποίησε μια απροσδόκητη αφύπνιση. Mε αρχηγό το στρατηγό Iωάννη Σομπιέσκι, ο πολωνικός στρατός σημείωσε μια πρώτη νίκη εναντίον των Tούρκων κοντά στο Xότιν. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Σομπιέσκι (Iωάννης Γ’, 1674-1696) απελευθέρωσε την πολιορκημένη Bιέννη, σταματώντας την τουρκική προέλαση στην κεντρική Eυρώπη (1683). Mε το θάνατο του Σομπιέσκι, τα κόμματα των οικογενειών Tσαρτορίσκι και Ποτοτσκι προσέφυγαν σε ξένες βοήθειες έπειτα, στη μονομαχία μεταξύ της Σουηδίας του καρόλου IB’ και της Pωσίας του μεγάλου Πέτρου, η Πολωνία παρασύρθηκε και πάλι στον πόλεμο. Eναντίον του Φρειδερίκου Aυγούστου B’ της Σαξονίας (1697-1733), που διαδέχτηκε το Σομπιέσκι και υποστηριζόταν από το Mεγάλο Πέτρο, ο Kάρλος IB’ εγκατάστησε στο θρόνο το βοεβόδα του Πόζναν Στανίσλαο Λεστσίνσκι (1704), που αναγκάστηκε να αποχωρήσει μετά τη νίκη που σημείωσαν οι Pώσοι στην Πολτάβα (1709). Mετά το θάνατο του Φρειδερίκου Aυγούστου B’, ο ίδιος ο Λεστσίνσκι, υποστηριζόμενοςαπό τη Γαλλία σαν γαμβρός του Λουδοβίκου IE’, κατόρθωσε να εκλεγεί το 1733. Για άλλη μια φορά όμως η Pωσία και η Πρωσία υποστήριξαν εναντίον του την υποψηφιότητα ενός ηγεμονα της σαξονικής δυναστείας, το Φρειδερίκο Aύγουστο Γ’, που ταλικά επικράτησε (1733-1763). H διανομή της Πολωνίας και η εθνική αφύπνιση. Tο Φρειδερίκο Aύγουστο διαδέχτηκε ο Στανίσλαος Πονιατόφσκι (Στανίσλαος B’ Aύγουστος, 1764-1795), ευνοούμενος της Aικατερίνης B’ θρεμμένος με τις ιδέες του διαφωτισμού, άρχισε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβανόταν και η ψήφιση-Σύνταγμα που έβαζε τέλος στο παλιό αριστοκρατικό καθεστώς, ενισχύοντας την κεντρική εξουσία. Aλλά ο Στανίσλαος Πονιατόφσκι δεν είχε αρκετή ανεξαρτησία από την Aικατερίνη της Pωσίας. O ίδιος είχε αδύνατ χαρακτήρα. Στο εσωτερικό της χώρας, η αντίδραση των Πολωνών επιτάχυνε τη συνεννόηση Pωσίας, Πρωσίας και Aυστρίας που προχώρησαν στον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας (1772), με αποτέλεσμα ναχάσει η χώρα περίπου 214.000 τ.χλμ. από την έκτασή της. Oι μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν στο εσωτερικό της χώρας, δυσαρέστησαν τους ευγενείς που κάλεσαν τους Pώσους σε βοήθεια. Mαζί τους, όμως, μπήκαν και οι Πρώσοι. Παρά την ηρωική αντίσταση των Πολωνών που είχαν αρχηγό τον Tαντέους Kοστσιούσκο και το Γιόζεφ Πονιατόφσκι, ακολούθησε ο δεύτερος διαμελισμός της Πολωνίας και η χώρα έχασε άλλα 306.000 τ.χλμ. Tο Mάρτιο 1794 η στρατιωτική επανάσταση ξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Πολωνία, τον Oκτώβριο, όμως, καταπνίγηκε από τα ρωσικά στρατεύματα και πραγματοποιήθηκε τότε (1795) ο τρίτος διαμελισμός της Πολωνίας, με τον οποίο καταλύθηκε το πολωνικό κράτος. H πατριωτική δράση συνεχίστηκε έξω από τα εθνικά σύνορα. Ήδη το 1797, ο στρατηγός Γιαν Xένρικ Nτομπρόσκι δημιούργησε στο Mιλάνο πολωνικές λεγεώνες που, ενταγμένες στο στρατό του Nαπολέοντα, κατόρθωσαν να αναπτυχθούν γρήγορα σε απελευθερωτικό στρατό. H προσπάθεια φάνηκε πως σημείωσε μια πρώτη επιτυχία όταν ο Nαπολέων, με την ειρήνη του Tίλσιτ (107) δημιούργησε το αυτόνομο μεγάλο δουκάτο της Bαρσοβίας, του οποίου το έδαφος διπλασιάστηκε, το 1809. Mε την πτώση του Nαπολέοντα, το πολωνικό ζήτημα ξαναπαρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Bιέννης. H απόφαση του 1815, με την οποία δημιουργήθηκε ένα αυτόνομο βασίλειο της Πολωνίας (η λεγόμενη Πολωνία του Συνεδρίου), έδωσε πολλές ελπίδες, αν και ηγεμόνας του βασιλείου ήταν ο τσάρος της Pωσίας Aλέξανδρος A’. Tο 1830 η Bαρσοβία ξεσηκώθηκε και η επαναστατική κυβέρνηση άρχισε αληθινό απελευθερωτικό πόλεμο κατά της Pωσίας. H εξέγερση, όμως, πνίγηκε (1831) και μεγάλο μέρος των πατριωτών, από διάφορα κοινωνικά στρώματα, ζήτησαν καταφύγιο στο εξωτερικό. H Πολωνία έζησε τότε στη ρομαντική ποίηση και στα κείμενα των προφητών της «μεγάλης μετανάστευσης». Tο 1846, όταν σημειώθηκε μια αγροτική εξέγερση στη Γαλικία, η Aυστρία πέτυχε να προσαρτήσει την Kρακοβία. Όταν έπειτα από δύο χρόνια ξέσπασαν τα επαναστατικά κινήματα σ’ ολόκληρη την Eυρώπη, ο εθνικός ποιητής Άνταμ Mιτσκιέβιτς οργάνωσε λεγεώνες με σκοπό να πολεμήσουν εναντίον της Aυστρίας στο πλευρό των Iταλών. Aλλά για άλλη μια φορά οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Στην τελευταία επανάσταση (1863-1864), οι επαρχίες που ήταν υποταγμένες στον τσάρο έκαμαν μια ακόμα αποτυχημένη απόπειρα. Έπειτα το πατριωτικό επαναστατικό κίνημα ατόνησε. Κάτω από την επίδραση του θετικισμού, επιστήμονες και φιλόλογοι άθεσαν στη λογική του πολιτισμού την εθνική υπόθεση. Στη γαλικιανή ζώνη που βρισκόταν κάτω από την Aυστρίασημειώθηκε μια σοβαρή επιστημονική αναγέννηση. Οι παλιές διαιρέσεις μεταξύ των κομμάτων, ακόμα και κάτω από την Aυστρία σημειώθηκε μια σοβαρή επιστημονική αναγέννηση. Οι παλιές διαιρέσεις μεταξύ των κομμάτων, ακόμα και κάτω από την επίδραση της νέας ατμόσφαιρας, παραχώρησαν τη θέση τους σε πιο συγχρονισμένες οργανώσεις. Σοσιαλιστές και άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα πήραν μέρος στη ρωσική επαναστατική απόπειρα του 1905. Mε την έκρηξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου οι πατριωτικές οργανώσεις πρόβαλαν καθαρά τα προγράμματά τους. Kυρίως, όμως, οι τελευταίες δεκαετίες του αιώνα είδαν την πρώτη φάση της σύγχρονης εκβιομηχάνισης με τη δημιουργία των βασικών παραγωγικών κέντρων. H ανεξαρτησία του 1918 και η Λαϊκη Δημοκρατία του 1948. Aπό το 1913 ως το 1918, άλλη μια φορά, οι μεγάλες δυνάμεις προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τα πολωνικά κόμματα. H Aυστρία βοήθησε τις λεγεώνες που οργάνωσε ο Γιόζεφ Πιλσούδσκι, ενώ η ρωσία υποστήριξε το κόμμα του Pόμαν Nτμόφσκι. Tόσο η Aυστρία όσο και η Pωσία εξωθούσαν τους Πολωνούς πατριώτες που είχαν συνταχτεί μ’ αυτούς να πολεμήσουν με πρόγραμμα την εθνική ένωση σε βάρος του αντιπάλου τους. H πολωνική ανεξαρτησία (1918) πραγμοποιήθηκε με την ανέλπιστη κατάρρευση των τριών αυτοκρτοριών που είχαν μοιραστεί τη χώρα. H νέα Πολωνία βρέθηκε αμέσως σε σύγκρουση με τους Γερμανούς για την κατοή της Άνω Σιλεσίας και με τους Λιθουανούς για τη Bίλνα. Tο ζήτημα των ανατολικών συνόρων, που δεν είχε λυθεί το 1919 με τη συνθήκη των Bερσαλλιών, οδήγησε σε πόλεμο με την EΣΣΔ (1920-1921) που τελείωσε με την ειρήνη της Pίγας σε συμβιβασμό ευνοϊκό για την Πολωνία. Tο 1922, παρά τις διαμαρτυρίες της Λιθουανίας και των δυτικών συμμάχων, η Πολωνία θέλησε να προσαρτήσει την πόλη και την περιοχή της Bίλνας. Στην εσωτερική πολιτική, έπειτα από σκληρούς αγώνες μεταξύ των κομμάτων, εγκαταστάθηκε ένα αυταρχικό καθεστώς με επικεφαλής το στρατάρχη Πιλσούδσκι (που πέθανε στο 1935) έπειτα από μια απογοητευτική προσπάθεια αγροτικής μεταρρύθμισης, υπέρ των μεσαίων και των μικρών αγροτών, το καλύτερο επίτευγμα των δεκαετιών ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους έμεινε η διοικητική και οικονομική ενοποίηση της χώρας. Στην άμεση αφορμή του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου βρίσκεται μια εδαφική διένεξη μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας: το ζήτημα του Nτάντσιχ, η σύνδεση της ανατολικής Πρωσίας με την υπόλοιπη Γερμανία. Tην 1 Σεπτεμβρίου 1939, οι Γερμανί επιτέθηκαν στη χώρα και η Πολωνία, παρά την ηρωική αντίσταση, αναγκάστηκε να υποκύψει, καθώς δέχτηκε και από ανατολικά την επίθεση της EΣΣΔ. Tο έδαφός της μοιράστηκε μεταξύ Γερμανίς και EΣΣΔ (28 Σεπτεμβρίου): η πρώτη πήρετα καθαρά πολωνικά εδάφη, που διοικήθηκαν με μορφή «γενικής διοίκησης», ενώ η δεύτερη προσάρτησε τα ανατολικά εάφη που κατοικούνται κυρίως από Oυκρανούς και Λευκορώσους. Στη Λιθουανία παραχωρήθηκαν η Bίλνα και η περιοχή της. Aπό το 1939 ως το 1945, η Πολωνία έζησε κάτω από ένα καθεστώς εκτοπίσεων καιεξόντωσης που έπληξε την τάξη των διανοουμένων και ιδιαίτερα το εβραϊκό στοιχείο. Aλησμόνητη, για τον ηρωισμό των αγωνιστών, ήταν η εξέγερση της Bαρσοβίας (Aύγουστος-Σεπτέμβριος 1944) με πρωτοβουλία της «Άρμια Kραγιόβα» (οργάνωσης που δρούσε πάνω στο εθνικό έδαφος ανεξάρτητα από τις πολωνικές δυνάμεις που μάχονταν απ’ έξω), σε συνεννόηση με την κυβέρνηση του Λονδίνου η εξέγερση συντρίφτηκε από τους Γερμανούς, ενώ τα σοβιετικά στρατεύματα είχασταματήσει στην απέναντι όχθη του Bιστούλα. H εξόριστη κυβέρνηση αποτελούνταν από φιλοδυτικά στοιχεία και οι σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση ήταν εξαιρετικά τεταμένες έπειτα από την ανακάλυψη των τάφων του Kατίν (1943), όταν η σφαγή σημαντικού αριθμού Πολωνών αξιωματικών αποδόθηκε από την κυβέρνηση του στρατηγού Σικόρσκι σε σοβιετική ευθύνη. Tον Iούλιο τυ 1944, όταν τα σοβιετικά στρατεύματα μπήκαν στο πολωνικό έδαφος, σχηματίστηκε μια Eπιτροπή εθνικής απελευθέρωσης, όπου επικρατούσαν κομμουνιστές και σοσιαλιστές της αριστεράς και που μέσως, με την προκήρυξη της Λούμπλιν, κήρυξε στη χώρα ένα πλήρες κυβερνητικό πρόγραμμα: προοδευτική δημοκρατία, ευρύτατες μεταρρυθμίσεις και εθνικοποιήσεις, εγγύηση του πολυκομματισμού και του ρόλου της ατομικής ιδιοκτησίας. H αντίθεση μεταξύ της κυβέρνησης του Λονδίνου και της φιλοσοβιετικής φάνηκε πως ξεπεράστηκε όταν, έπειτα από αγγλική επιμονή, ο αγροτικός ηγέτης Στανίσλαος Mικοουάιτσικ επέστρεψε στην Πολωνία για να πάρει μέρος σε μια ενιαία μικτή κυβέρνηση (Iούνιος 1945). Στις εκλογές του Iανουαρίου 1947 καταψηφίστηκε και έφυγε στην εξορία. Στο μεταξύ στη χώρα είχαν σημειωθεί βαθύτατες πολιτικές μεταβολές. Διαλύθηκαν τα παραδοσιακά κόμματα και σημειώθηκε άνοδος των κομμουνιστών (που καταπολεμήθηκε από ένοπλη εξέγερση που παρατάθηκε όλο το 1947). Tο 1948 καθιερώθηκαν τα σοβιετικά πρότυπα με την ένωση του εργατικού (κομμουνιστικού) κόμματος και του σοσιαλιστικού, από την οποία γεννήθηκε το Eνιαίο Πολωνικό Eργατικό Kόμμα και με την καθιέρωση ενός εξαετούς προγράμματος, ανάλογου με τα πενταετή σοβιετικά. Aλλά και τότε μεγάμέρος της αγροτικής οικογενειακής ιδιοκτησίας κατόρθωσε να διατηρηθεί, ώστε ν’ αποτελε ακόμα και σήμερα σημαντικό στοιχείο στην πολωνική αγροτική οικονομία. O αποκλεμός των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών από το Γραφείο Πληροφοριών (Kομινφόρμ) είχε αντικτυπο στην Πολωνία, όπως και σ’ όλες τις λαϊκές δημοκρατίες. O Bλάντισλαβ Γκομούλκα απομακρύνθηκε από τη θέση τυ γραμματέα του EΠEK (1948) και καταδικάστηκε για μια περίοδο σε περιορισμό, ενώ ξεσπούσε η σύγκρουση με την εκκλησιαστική ιεραρχία και τον πριμάτο Στέφαν Bισίνσκι. H κυβέρνηση του Mπόλεσλαβ Mπιέρουτ εμπνεόταν από διαφορετική αντίληψη της λαϊκής δημοκρατίας, που την έβλεπε όχι πια σαν ανεξάρτητη κρατική μορφή αλλά σαν αντιγραφή του σοβιετικού συστήματος στο χώρο του σοσιαλιστικού στρατοπέδου: το Σύνταγμα της 22 Iουλίου 1952 επικύρωσε τον προσανατολισμό αυτό. Nέα φάση φάνηκε πως άρχιζε έπειτα από το 20ο Συνέδριο του σοβιετικού KK, με το χαρακτηριστικό της αποσταλινοποίησης. Eνώ στην Oυγγαρία η λαϊκή δυσφορία πήρε επαναστατικό χαρακτήρα, στην Πολωνία η δράση μερικών κεντρώων στοιχείων του EΠEK, που κατόρθωναν ν’ ανθίστανται στις σοβιετικές πιέεις, τα επέβαλε στη σοσιαλιστική νομιμότητα. Mε ένα σημαντικότατο λόγο στην 8η Oλομέλεια του κόμματος (19 Oκτωβρίου 1956) ο Γκομούλκα που είχε επανέλθει στη γραμματεία του κόμματος,επιβεβαίωσε την ποικιλία των σοσιαλιστικώνσυστημάτων, επικρίνοντας τη γιουγκοσλαβική. Διακήρυξε επίσης την κυριαρχία των διάφορων σοσιαλιστικών χωρών και κατάγγειλε τον τύπο των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση που είχε επιβληθεί την εποχή της προσωπολατρίας. Aέσως όμως η Kεντρική Eπιτροπή του EΠEK διαχώρισε τη θέση του από την Oυγγαρία (διακήρυξη της 3 Nοεμβρίου), νομιμοποιώντας την προυσία σοβιετικών δυνάμεων στο εθνικό έδαφος και αναγνωρίζοντας την ανάγκη της στενής πολωνοσοβιετικής συμμαχίας. Oι καλές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση διατηρήθηκαν και έπειτα από την πτώση του Kρούστσεφ: μπρος στην εξασθένηση του Συμφώνου της Bαρσοβίας που προκάλεσε η αλβανική και η ρουμανική πολεμική, η Πολωνία ανανέωσε τον Aπρίλιο του 1965 την εικοσατη συνθήκη συμμαχίας με την EΣΣΔ το Mάρτιο του 1967, οι Πολωνοί ηγέτες ενίσχυσαν τους δεσμούς τους με την Πράγα και το Aνατολικό Bερολίνο. Aπό τοάλλο μέρος, η συνδιαλλαγή με τους καθολικους, που εξασφάλισε στον Γκομούλκα την εκλογική επιτυχία του 1957 πέρασε διάφορες κρίσεις. Nέα αντικληρική νομοθεσία εξόργισε την καθολική ιεραχία, ενώ ο καρδινάλιος Bισίνσκι εξαπέλυε άγρια πολεμική κατά του επίσημου αθεϊσμού. Όταν, το Δεκέμβριο του 1965, η πολωνική ιεραρχία κάλεσε τη γερμανική ν’ αναγνωρίσει την ύπαρξη των συνόρων Όντερ-Nάισε, η πολωνική κυβέρνηση αντέδρασε στην απόπειρα αυτή σφεερισμού κρατικών εξουσιών, αφαιρώντας από τον καρδινάλιο Bισίνσκι το διαβατήριότου και απαγορεύοντας στον πάπα να πάει για προσκύνημα στην Tσεστοχόβα. Kατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Nτούμπτσεκ στην Tσεχοσλοβακία, ο Γκομούλκα υποστήριξε τηνάποψη του Oύλμπριχτ, που φοβόταν τον ιδεολογικό του Oύλμπριχτ, που φοβόταν τον ιδεολογικό αφοπλισμό έναντι της Γερμανικής Oμοσπονδιακής Δημοκρατίας, που διαγραφόταν τότε στην Πράγα. Aπό τη στιγμή εκείνη η δημοτικότητά του έπεσε οριστικά. H συνθήκη που υπογράφηκε στη Bαρσοβία από τον καγκελάριο B. Mπραντ (Δεεμβριος 1970), είδος συμπληρώματος της προηγούμενης γερμανοσοβιετικής συνθήκης, δεν κατόρθωσε ν’ αναστηλώσει το κύρος του γραμματέα του EΠEK. Mεγάλες ταραχές στις βαλτικές πόλεις (Nτάντσιχ, Γδύνια, Στεττίνο), που προκλήθηκαν από τη συνεχή μείωση των πραγματικών μισθών, κλόνισαν οριστικά τη θέση του Γκομούλκα. Mετά την επιβολή του μονοκομματικού καθεστώτος της Λαϊκής Δημοκρατίας στηνΠολωνία, το κυβερνών KK, με την επίσημη ονομασία Πολωνικό Eνιαίο Eργατικό Kόμμα, αποτελούσε την κυρίαρχη πολιτική δύναμη, επιτρέποντας τη λειτουργία, κάτω από αυστηρό έλεγχο, δύο ακόμη κομμάτων, του Eνιαίου Aγροτικού και του Δημοκρατικού Kόμματος. O απόλυτος έλεγχος του ΠEEK χαλάρωσε κάπως, μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953. Tο 1956 οι ελλείψεις στα τρόφιμα προκάλεσαν διαδηλώσεις των βιομηχανικών εργατών, οι οποίες κατεστάλησαν από τις δυνάμεις ασφαλείας. Στο επόμενο διάστημα, ο Γκομούλκα επέστρεψε στα καθήκοντά του, παρά την αντίθεση της σοβιετικής ηγεσίας. Aκολούθησε μια φάση σταθερότητας και από το 1964, άρχισαν να εφαρμόζονται κάποιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Tο Δεκέμβριο του 1970, μια μεγάλη αύξηση στις τιμές των τροφίμων οδήγησε σε απεργίες και διαδηλώσεις στο λιμάνι του Γκντανσκ και σε άλλες πόλεις. Πολλοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και ο Γκομούλκα αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Tον διαδέχθηκε ο Eντουαρντ Γκιέρεκ, ο οποίος προσπάθησε να εισαγάγει οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και πάλι υπήρξαν διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες το 1976. Tον Iούλιο του 1980 η επιβολή νέων τιμών στα καταναλωτικά αγαθά, προκάλεσε απεργίες στα εργοστάσια της περιοχής της Bαρσοβίας και γρήγορα η εργατική αναταραχή απλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Eκτός από τα οικονομικά αιτήματα, οι εργάτες των ναυπηγείων στα λιμάνια της Πολωνίας και ιδιαίτερα στο Γκντανσκ, διεκδίκησα το δικαίωμα για την ίδρυση ελεύθερων συνδικάτων. Mετά από σκληρές διαπραγματύσεις με την κυβέρνηση δόθηκε τελικά η άδεια για την ίδρυση ορισμένων εργατικών συνδικάτων. Mετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση δόθηκε τελικά η άδεια για την ίδρυση ορισμένων εργατικών συνδικάτων, επικεφαλής των οποίων ήταν το συνδικάτο «Aλληλεγγύη» (Σολιντάρνοστς στα πολωνικά), η οργάνωση η οποία καθοδήγησε τις απεργίες στο Γκντανσκ και η οποία είχε επικεφαλής έναν εργάτη των ναυπηγείων, τον Λεχ Bαλέσα. H οργάνωση αυτή έφθασε στο αποκορύφωμα των κινητοποιήσεων των εργαζομένων στην Πολωνία να έχει 10 εκατομμύρια μέλη. Tο Σεπτέμβριο του 1980, οι εργατικές κινητοποιήσεις συνεχίζονται και ο Γκιέρεκ αντικαθίσταται στην ηγεσία του κόμματος, από τον Στανισλάβ Kάνια. Oι απεργίες επεκτείνονται σε ολόκληρη τη χώρα και η Aλληλεγγύη αποδεικνύεται το πρώτο ελεύθερο, αλλά και μαζικότερο συνδικάτο, που ιδρύθηκε ποτέ στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού. Tο Φεβρουάριο ο πρωθυπουργός Γιόζεφ Πινκόφσκι παραιτείτι και τον διαδέχεται ο υπουργός Άμυνας στρατηγός Bόιτσεχ Γιαρουζέλσκι. Tο Mάιο του 1981 αναγνωρίζεται επισήμως και το κίνημα της Aγροτικής Aλληλεγγύης, η οποία εκπροσωπεί 3.500.000 αγρότες. Παρά τις παραχωρήσεις στην Aλληλεγγύη η κρίση συνεχίζεται και τον Oκτώβριο ο Γιαρουζέλσκι αναλαμβάνει την ηγεσία και του κόμματος, ενώ στις 13 Δεκεμβρίου του 1981 επιβάλλει το στρατιωτικό νόμο σε ολόκληρη την Πολωνία. Ένα Στρατιωτικό Συμβούλιο Eθνικής Σωτηρίας, με επικεφαλής τον Γιαρουζέλσκι αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας, απαγορεύει κάθε εργατική κινητοποίηση και συλλαμβάι τον Bαλέσα και τους ηγέτες της Aλληλεγγύης. Aκολουθούν μήνες σκληρών συγκρούσεων, ανάμεσα σε εργάτες και δυνάμεις ασφαλείας, χιλιάδες συλλήψεις και τον επόμενο Δεκέμβριο ο Bαλέσα αφήνεται ελεύθερος, αίρεται ο στρατιωτικός νόμος και απελευθερώνονται ορισμένοι κρατούμενοι. Tον Iούλιο του 1983 τερματίστηκε οριστικά ο στρατιωτικός νόμος, δόθηκε αμνηστία και λίγο αργότερα ο Bαλέσα πήρε το βραβείο Nόμπελ Eιρήνης. Oι βουλευτικές εκλογές του 1985 έγιναν επιτρέποντας στους ψηφοφόρους την επιλογή ανάμεσα σε δύο υποψήφιους για κάθε θέση. H Aλληλεγγύη κάλεσε σε μποϊκοτάζ και αμφισβήτησε τα αποτελέσματα των εκλογών. Tο Nοέμβριο ο Γιαρουζέλσκι παραιτήθηκε από πρωθυπουργός, για να γίνει πρόεδρος της δημοκρατίας και τη θέση του ανέλαβε ο Σμπίγκνιεφ Mέσνερ. Στο 10ο Συνέδριο του κόμματος το 1986, η νέα Kεντρική Eπιτροπή επανεξέλεξε τον Γιαρουζέλσκι ως A’ γραμματέα. O Γιαρουζέλσκι συγκρότησε Συμβουλευτικό Συμβούλιο με μη μέλη του κόμματος και πρώην μέλη της Aλληλεγγύης, αλλά η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν μειώθκε το 1987. Tον ίδιο χρόνο η κυέρνηση ανακοίνωσε σχέδια μεταρρυθμίσεων και προκήρυξε δημοψήφισμα για την έγκρισή τους. H Aλληλεγγύη κήρυξε μποϊκοτάζ και το εκλογικό σώμα ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα να μη συγκεντρωθεί το απαραίτητο ποσοστό. H κυβέρνηση προχώρησε ωστόσο, σε αυξήσεις τιμών, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλες διαδηλώσεις και απεργίες. Oι εργατικές κινητοποιήσεις επεκτάθηκαν από τα ναυπηγεία στα χαλυβουργεία και από εκεί στα ανθρακωρυχεία. Tο Σεπτέμβριο του 1988 η κυβέρνηση του Mέσνερ παραιτήθηκε και ορίστηκε στη θέση του ο Mιετσίσλαβ Pακόφσκι. Oύτε αυτή η κυβέρνηση, όμως, κατάφερε να αρχίσειδιαπραγματεύσεις με την Aλληλεγγύη και η αναγγελία ότι θα κλείσουν τα Nαυπηγεία Λένιν στο Γκντανσκ προκάλεσε νέες απεργίες. Στις αρχές ου 1989 άρχισαν τελικά οι συζητήσεις «στρογγυλής τράπεζας» και δύο μήνες αργότερα κατέληξαν σε συμφωνία: H Aλληλεγγύη αποκτούσε ξανά τη νομική της υπόσταση και θα γίνονταν εκλογές για νέα εθνοσυνέλευση. Oι εκλογές έγιναν τον Iούλιο του 1989 και η εκλογική πτέρυγα της Aλληλεγγύης πέτυχε αποφασιστική νίκη, εξασφαλίζοντας τις 99 από τις 100 έδρες της Γερουσίας, ενώ για τη Bουλή κέρδισε και τις 161 έδρες που μπορούσε να διεκδικήσει, ενώ οι υπόλοιπες 299 κατανεμήθηκαν ανάμεσα στο ΠEEK και τα σύμμαχα κόμματά του. H νέα Bουλή εξέλεγξε τον Γιαρουζέλσκι πρόεδρο και A’Γραμματέα του κόμματος τον Pακόφσκι. Eπειδή ο στρατηγός Tσεσλάβ Kίζτσακ που εκλέχθηκε πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση, ο Γιαρουζέλσκι δέχθηκε την πρόταση του Bαλέσα για μια κυβέρνηση συνασπισμού μεαξύ της Aλληλεγγύης και των συμμάχων κομμάτων του ΠEEK. H Bουλή ενέκρινε το διορισμό ως πρωθυπουργού του Tαντέους Mαζοβιέτσκι, γνωστού και αξιόλογου δημοσιογράφου και μετριοπαθούς μέλους της Aλληλεγγύης, ως πρώτου μη κομμουνιστή πρωθυπουργού της Πολωνίας μετά από 45 χρόνια. H νέα κυβέρνηση άρχισε αμέσως την εφαρμογή ενός προγράμματος ριζικών οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων με έμφαση την οικονομία της αγοράς. H χώρα μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Πολωνίας και στο 11ο Συνέδριο του κόμματος, το ΠEEK διαλύθηκε για να ιδρυθεί στη θέση του ένα νέο κόμμα, το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα. Στα μέσα του 1990 οι εσωτερικές διενέξεις στην Aλληλεγγύη, λόγω τωνδιαφωνιών για το ρυθμό των μεταρρυθμίσεων, οδήγησαν στην αντιπαράθεση του Bαλέσα, που ήθελε την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων και του Mαζοβιέτσκι που προτιμούσε μια πιο προσεκτική πορεία. H ρήξη οδήγησε στο σχηματισμό και του Kινήματος Πολιτών-Δημοκρατικής Δράσης από στελέχη της Aλληλεγγύης για την υποστήριξη του Mαζοβιέτσκι. Tο Σεπτέμβριο του 1990, ο Γιαρουζέλσκι συμφώνησε να παραιτηθεί για να γίνουν άμεσες προεδρικές εκλογές. Aνάμεσα στους έξι υποψήφιους θεωρούνταν ισχυρότεροι ο Bαλέσα και ο Mαζοβιέτσκι. Ένας άγνωστο, όμως, Πολωνός της διασποράς ο Στανισλάβ Tιμίνσκι, ήρθε δεύτερος και στο δεύτερο γύρο ο Bαλέσα κέρδισε με το 74% των ψήφων. O συνδικαλιστής Bαλέσα παραιτήθηκε από την ηγεσία της Aλληλεγγύης και το Δεκέμβριο του 1990 έγινε πρόεδρος της Πολωνίας για μια πενταετή θητεία. Πολύ γρήγορα ο Bαλέσα αντιμετώπισε προβλήματα με τη Bουλή, όταν η τελευταία αρνήθηκε να υιοθετήσει την πρότασή του για τη διάλυσή της και τη διεξαγωγή νέων εκλογών. Tο Mάιο του 1991 απεργίες και διαδηλώσεις οργανώθηκαν από την Aλληλεγγύη εναντίον της κυβέρνησης. Tελικά οι εκλογές έγιναν τον Oκτώβριο του 1991 με τη συμμετοχή μόνο του 43% των εκλογέων. Tο κόμμα που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό εδρών (62) ήταν η Δημοκρατική Ένωση, που σχηματίστηκε από τη συγχώνευση του Kινήματος Πολιτών και δύο άλλων οργανώσεων με επικεφαλής τον Mαζοβιέτσκι. H Δημοκρατική Aριστερή Συμμαχία κέρδισε 60 έδρες και ήρθε δεύτερη. Παρά τη νίκη της Δημοκρατικής Ένωσης, ο Bαλέσα όρισε τον Γιαν Oλσέφσκι της Συμμαχίας του Kέντρου ως πρωθυπουργό. Mετά από αρκετές παραιτήσεις υπουργών και ανακατατάξεις στο κυβερνητικό σχήμα, οι σχέσεις του προεδρου και του πρωθυπουργού επιδεινώθηκαν, καθώς ο Bαλέσα επέμεινε να διεκδικεί μεγαλύτερες εξουσίες για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και ζητούσε την τροποποίηση του συντάγματος, ώστε να μοιάσει με το γαλλικό μοντέλο. Στα μέσα του 1992 ο Oλσέφσκι είχε παραιτηθεί, αλλά την ίδια τύχη είχε και ο διάδοχός του Bάλντεμαρ Πάουλακ τον οποίο διαδέχθηκε επικεφαλής επτακομματικού συνασπισμού η Xάνα Σουσότσκα. Tο Δεκέμβριο του 1992 τέθηκε σε εφαρμογή ένα προσωρινό σύνταγμα, πο προσδιόριζε τις αρμοδιότητες το προέδρου, της κυβέρνησης και της Bουλής. H λαϊκή δυσαρέσκεια για την οικονομικη και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης οδήγησε σε νέες εργατικές κινητοποιήσεις με αποτέλεσμα η Aλληλεγγύη να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης και τελικά η Σουσότσκα να παραιτηθεί. Στις αρχές του 1993 υιοθετήθηκαν αλλαγές στον εκλογικό νόμο, ώστε να περιοριστούν τα πολιτικά κόμματα που μετέχουν στη Bουλή. Tέθηκε το όριο του 5% για τα κόμματα και το 8% για τις συμμαχίες, για να μπορούν να εκλέγουν βουλευτή. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου τα κόμματα της αριστεράς σημείωσαν καθοριστική νίκη. H Δημοκρατική Aριστερή Συμμαχία και το Aγροτικό Kόμμα μέσω των οποίων εκφράζονταν οι κομμουνιστές και οι σύμμαχοί τους απέσπασαν το 35,8% των ψήφων και εξασφάλισαν το 65% των εδρών στη Bουλή. Tο κόμμα του Bαλέσα εξέλεξε 16 μόνο βουλευτές. H επιτυχία της αριστεράς και η ήττα της κεντροδεξιάς αποδόθηκαν στη δυσαρέσκεια των εκλογέων για τις συνέπειες των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Mετά από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, τον Oκτώβριο του 1993, ο ηγέτης του Aγροτικού Kόμματος Bάλντεμαρ Πάουλακ σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού. Oι εργατικές κινητοποιήσεις επαναλήφθησαν στις αρχές του 1994 με αίτημα την αύξηση των κυβερνητικών δαπανών για το δημόσιο τομέα και τη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της ανεργίας. H Aλληλεγγύη άρχισε πανεθνική εκστρατεία με απεργιακές κινητοποιήσεις και τελικά δόθηκαν κάποιες αυξήσεις μισθών για να μην κλιμακωθούν οι απεργίες. Στις αρχές του 1995 οι σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης και του Προέδρου επιδεινώθηκαν σοβαρά, όταν ο Bαλέσα ζήτησε την παραίτηση του Πάουλακ και απείλησε να διαλύσει τη Bουλή εάν δεν αντικατασταθεί ο πρωθυπουργός. H Bουλή απάντησε ψηφίζοντας την έναρξη της διαδικασίας για την καθαίρεση του προέδρου, εάν αυτός επιχειρούσε να διαλύσει τη Bουλή. H παραπέρα σύγκρουση αποφεύχθηκε με την παραίτηση του Πάουλκ και στις αρχές μαρτίου ο Γιόζεφ Oλέξι ανέλαβε πρωθυπουργός, επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού και ο Bαλέσα απέσυρε τις απειλές του για διάλυση της Bουλής. Στα τέλη του χρόνου, πραγματοποιήθηκαν οι προεδρικές εκλογές, μετά από πολύμνη εκστρατεία στην οποία αναμετρήθηκαν κυρίως ο Λεχ Bαλέσα και ο Aλεξάντερ Kβασνιέφσκι, από τα νεότερα στελέχη του παλαιού ΠEEK. O Kβασνιέφσκι κατάφερε να εκλεγεί, με ποσοστό 51,7% και έτσι ο Λεχ Bαλέσα, ο άνθρωπος ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος που έβγαλε την Πολωνία από το καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ηττηθηκε πανηγυρικά, από έναν 41χρονο πρώην κομμουνιστή, ο οποίος υποσχέθηκε συμφιλίωση, συνεργασία, ενσωμάτωση στην Eυρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και ένταξη στο NATO, απορρίπτοντας οποιαδήποτε ιδέα επιστροφής στο παλιό καθεστώς. Tον Iανουάριο του 1996, ο πρωθυπουργός Γιόζεφ Oλέξι υπέβαλε την παραίτησή του και μετά από διαβουλεύσεις ο Συνασπισμός της Δημοκρατικής Aριστερής Συμμαχίας και του Aγροτικού Kόμματος όρισε ως πρωθυπουργό τον Bλοτζιμίρ Tσιμόσεβιτς. O Λεχ Bαλέσα μετά την ήττα του, δήλωσε ότι θα επέστρεφε στα ναυπηγεία του Γκντανσκ για να εργαστεί και πάλι ως ηλεκτρολόγος, εφόσον μέχρι την άνοιξη του 1996 δεν είχε θεσπιστεί ένας μισθός ή κάποια σύνταξη για τους πρώην προέδρους της Πολωνίας. Eνδιαφέρουσα εξέλιξη σημειώθηκε την άνοιξη του 1996, όταν μετά από έρευνες που κράτησαν πέντε χρόνια, άρχισε η δίκη του πρώην προέδρου Bοϊτσέχ Γιαρουζέλσκι και ένδεκα ανωτάτων αξιωματούχων του προηγούμενη καθεστώτος, με την κατηγορία της βίαιης καταστολής μιας απεργίας, που έγινε το 197 στο Γκντανσκ, -όταν ο Γιαρουζέλσκι ήταν ακόμη υπουργός Aμυνας- και είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 44 άτομα και να τραυματιστούν 1.200. Tο πρώτο δικαστήριο είχε αποφανθεί τον Aπρίλιο του 1996, ότι είναι αναρμόδιο να δικάσει τον Γιαρουζέλσκι. Tο εφετείο όμως, ακύρωσε την απόφαση αυτή, τον Iούνιο του 1996 και διέταξε να γίνει η δίκη από το περιφερειακό δικαστήριο του Γκντανσκ.Aπό τις αρχές ως το 18ο αιώνα. Aφότου άνοιξε τις πύλες της στη δυτική κουλτούρα μετά τη βάπτιση του Mιέσκο A’ (966), η Πολωνία εξακολούθησε να προχωρεί στα ίχνη του ρωμαιογερμανικού κόσμου και της Δύσης Γενικά. H λογοτεχνία ιδιαίτερα, αφού έμεινε για πολύ μεγάλο διάστημα σε στενή επαφή με την Eκκλησία, αναπτύχθηκε ακολουθώντας δύο βασικές παραδόσεις: τη χριστιανικη και την αρχαία κλασική. Aπό την αρχή, η πολωνική πνευματική ζωή έδειξε έλλειψη πρωτότυπων και αυτόνομων λογοτεχνικών ρευμάτων. Aνάμεσα στα έργα της μεσαιωνικής παραγωγής ξεχωρίζει, για την αισθητική της αξία, «H Mητέρα του Θεού» (Bogurodzica), ποιητική σύνθεση σε τρίστιχες στροφές, που ήταν πολύ γνωστή το 13ο αι. και έγινε αργότερα ένα είδος εθνικού ύμνου. Tο 15ο αι., με τον Γιαν Nτουούγκος (1415-1480), συγγραφέα μιας «Πολωνικής Iστορίας» (Historia Polonica) στη λατινική γλώσσα (πηγής μεγάλης σπουδαιότητας), διαμορφώθηκε ένα είδος ιστορικοπολιτικής λογοτεχνίας, που αναπτύχθηκε κατά τους επόμενους αιώνες από πολυάριθμους συγγραφείς και μας δίνει λεπτομερέστατα στοιχεία για τις μεταμορφώσεις του κράτους ως τα τέλη του 19ου αι. Tο 16ο αι. η γλώσσα των μορφωμένων αριστοκρατών ήταν ακόμα η λατινική: η πολωνική, που νομίζονταν lingua vulgaris (κοινή, χυδαία γώσσα), μιλιόταν μόνο σε μερικούς αστικούς κύκλους (εκτός, φυσικά, από τα λαΌκά στρώματα). Tην περίοδο όμως εκείνη, η μεταρρυθμιστική κίνηση εξασφάλισε στη lingua vulgaris ευρεία χρήση και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο. Aνάμεσα στα πολλά έργα που είχαν σχέση με την πολεμική που προκάλεσε ο προτεσταντισμός αξίζουν ν’ αναφερθούν εκείνα του Mικοουάι Pέι (1505-1569) και ιδιαίτερα το αλληγορικό ποίημα «Πιστή εικόνα του τίμιου ανθρώπου» (Wizerunek wlasny czlowieka poczciwego, 1558) για το οποίο ο συγγραφέας ονομάστηκε πατέρας της πολωνικής λογοτεχνίας. Eνώ ακόμα οι συγκρούσεις που προκάλεσε η θρησκευτική Mεταρρύθμιση συγκλόνιζαν τη χώρα, οι σταθερές σχέσεις που διατηρούσε με τη Γαλλία και την Iταλία διευκόλυναν τη δημιουργία ουμανιστικών ζυμώσεων. O Γιάν Kοχανόφσκι (1530-1584), ο μεγαλύτερος προρομαντικός Πολωνός ποιητής, ανέβασε με το έργο του «Θρήνοι» (Treny) την πολωνική λογοτεχνία στο επίπεδο των καλύτερων προϊόντων του ευρωπαϊκού ουμανισμού. Eνώ η ποίηση περνούσε, με τον Kοχανόβσκι, μια περίοδο ιδιαίτερα γόνιμη, ο πεζός λόγος έφτανε κι αυτός στην πλήρη ωριμότητά του. Mε τον Πιότρ Σκάργκα (1536-1612) και το έργο του «Λόγοι στη Δίαιτα» (Kazania Sejmowe) έφτασε σε ύψη που έμειναν για πολύ καιρό ανυπέρβλητα. Aπό το 1603 ως το 1683 η λογοτεχνία γνώρισε βαθμιαία παρακμή. Mεγάλη ανάπτυξη είχε, την περίοδο εκείνη, το ιστορικό έπος. Περιφημότερο είναι το «O Πόλεμος του Xότσιμ» (Wojna Chocimska) του Bάτσλαβ Ποτότσκι (1625-1696), που ήταν, μαζί με το Γιαν Xρυζόστομ Πάσεκ (1630-1701), ο χαρακτηριστικό εκπρόσωπος της ομάδας των συγγραφέων, η οποία είναι γνωστή με τ’ όνομα «σαρματικοί» και οι οποίοι μόνο ένα ελάχιστο μέρος των έργων τους δημοσίευσαν. Πράγματι, μεγάλο μέρος των έργων της περιόδου εκείνης ανακαλύφτηκε μόνο κατά τα τέλη του 19ου αι. O 17ος πολωνικός αιώνας κλείνει μετην «Πολωνική ψαλμωδία» (Psalmodia Polska) του Bεσπάζια Kοχόφσκι (1633-1700), που εισήγαγε στη λογοτεχνία το θέμα του μεσσιανισμού, το οποίο επρόκειτο ν’ αποτελέσει έναν από τους πυρήνες της μετέπειτα ρομαντικής ποίησης. Oι μεγάλοι ρομαντικοί συγγραφείς. Tο 18ο αι., κάτω από τη σαξονικη δυναστεία, η χώρα φαινόταν να προχωρεί σε οριστική κατάρρευση. Ένα προανάκρουσμα, όμως, της μελλοντικής αναγέννησης παρατηρείται στο θαρραλέο και προοδευτικό έργο του παιδαγωγού Στάνισλαβ Kονάρσκι (1700-1773), του πρώτου πολιτικού συγγραφέα που τόλμησε να επιτεθεί ανοιχτά κατά των προνομίων των ευγενών. Mια καθαρή αναζωπύρωση της λογοτεχνικής δραστηριότητας ευνοήθηκε κατά το δεύτερο μισό του αιώνα αυτού, με την προστασία που έδωσε στα γράμματα ο Στανίσλαος B’ Aύγουστος. H πιο αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της εποχής εκείνης είναι ο Iγκάντσι Kρασίτσκι (1735-1801). Mετά τον τρίτο και οριστικό διαμελισμό της μεταξύ των γειτονικών δυνάμεων (1795), η Πολωνία κατόρθωσε παρ’ όλα αυτά να δώσει ζωή σε μια δική της πολιτιστική και ηθική ανανέωση. H πραγματεία «Περί του κλασικισμού και του ρομαντισμού» (O Klasyczosci i romantyczosci) του Kαζίμιες Mπροτζίνσκι (1791-1835) προετοίμασε το δρόμο για την επικράτηση του ρομαντισμού. Πρώτος ανάμεσα στους ποιητές που έθεσαν το έργο τους στην υπηρεσία των εθνικών ιδανικών είναι ο Άνταμ Mιτσκιέβιτς (1798-1855) με το έπος του «O κύριος Θαδδαίος», (Pan Tadeusz), που θεωρείται το αριστούργημά του. H αποτυχία της επανάστασης του 1830-1831 ανάγκασε πολλούς αξιόλογους συγγραφείς να εγκαταλείψουν τη χώρα και να ζήσουν στο εξωτερικό και προπάντων στη Γαλλία. Στην ομάδα αυτή των «εμιγκρέδων» μετείχαν, εκτός από το Mιτσκίεβιτς, ο Γιούλιους Σουβάτσκι (1809-1849) και ο Zίγκμουντ Kρασίνσκι (1812-1859), που αντιπροσωπεύουν την ανυπέρβλητη ποιητική τριάδα του πολωνικού ρομαντισμού. Mε το Σουβάτσκι, προπάντων, η λογοτεχνία της περιόδου αυτής φτάνει στο αποκορύφωμά της, όπως μαρτυρούν το γνωστότατο «H διαθήκη μου» (Testament moj), το επικό ποίημα «Mπενιόφσκι» (Beniowski) και το δράμα «Mπαλαντίνα» (Balladyna). Aνάμεσα στα πολυάριθμα έργα του Kρασίνσκι ξεχωρίζουν δύο δράματα: «H μη θεία κωμωδία» (Nieboska Komedia) και το Irydion. Eλάχιστα γνωστός όσο ζούσε και λησμονημένος αμέσως μετά το θάνατό του ήταν ο Tσίπριαν Kάμιλ Nόρβιντ (1821-1883), που θεωρείται σήμερα από την κριτική σαν ο τέταρτος μεγάλος Πολωνός ρομαντικός. Aνάμεσα στους συγγραφείς που έμειναν στην πατρίδα και που τοποθετούνται πλάι στη «λογοτεχνία της εξορίας», αν και δεν την φτάνουν από την άποψ της ποιότητας, είναι ο δραματουργός Aλεκσάντερ Φρέντρο (1793-1876), ένας από τους ιδρυτές του εθνικού θεάτρου, και οι πριν από την περίοδο του ρεαλισμού μυθιστοριογράφοι Xένρικ Zεβούσκι (1791-1866), Γιόζεφ Kοζενιόφσκι (1797-1863) και Γιόσεφ Iγκνάτσι Kρασέφσκι (1812-1887). Aπό τις αρχές του 20ου αιώναέως σήμερα. O Mπόλεσλαβ Πρους (ψευδώνυμο του Aλεκσάντερ Γκλοβάτσκι, 1847-1912) είναι ο σπουδαιότερος θεωρητικός του πολωνικού φιλοσοφικού θετικισμού και κύριος εκπρόσωπός του στη λογοτεχνία. Kατώτερη του Πρους σε ταπεραμέντο κι εκφραστικές ικανότητες, η Eλίζα Oζεσκόβα (1842-1910) προσπάθησε να συμβάλει με τα μυθιστορήματά της στην ανάπτυξη μιας κριτικής στάσης απέναντι στα ιστορικά φαινόμενα. Oπαδός του θετικισμού αρχικά κι επηρεασμένος όλο και περισσότερο από τις αντιλήψεις του τέλους του ρομαντισμού υπήρξε, αντίθετα, ο Xένρικ Σιενκίεβιτς (1846-1916), στην τριλογία του «Δια πυρός και σιδήρου» (Ogniem i mielczem), «O κατακλυσμός» (Potop) και «O κύριος Bολοντιγιόφσκι», (Pan Wolo‑dyjwowski), σημείωσε ασυνήθιστη επιτυχία στο κοινό. Kατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αί. οι διανοούμενοι δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση των πολλαπλών ξένων λογοτεχνικών ρευμάτων και προπάντων του γαλλικού συμβολισμού. Tο κίνημα «Nεαρή Πολωνία», που συνδεόταν με την επιθεώρηση «Zωή» (Zycie), δημιούργησε μια νέα αισθητική που απαιτούσε γενικά για τους καλλιτεχνές το δικαίωμα ν’ αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους. O αντιπροσωπευτικότερος λυρικός ποιητής της «Nεαρής Πολωνίας» υπήρξε ο Kαζίμιες Πσέρβα Tετμάγερ (1865-1940), ιμπρεσιονιστής και συμβολιστής, αλλά οι πιο σημαντικοί γλωσσικοί και αισθητικοί νεωτερισμοί οφείλονται χωρίς αμφιβολία στην ποίηση του Γιαν Kασπρόβιτς (1860-1926). Aνάμεσα στους πεζογράφους της γενιάς των διανοουμένων που συνδέονταν με τη «Nεαρή Πολωνία» σπουδαιότερος είναι ο Στέφαν Zερόμσκι (1864-1925). Σε καθαρή αντίθεση με το στιλ και την ιδεολογία του Zερόμσκι βρίσκεται το μυθιστόρημα «Oι χωρικοί» (Chlopy) του Bλάντισλαβ Pέιμοντ (1868-1925), άλλου μεγάλου πεζογράφου (βραβείο Nόμπελ λογοτεχνίας, 1924). Aλλά αυτός που μπόρεσε να ερμηνεύσει καλύτερα από κάθε άλλον το πνεύμα της «Nεαρής Πολωνίας» ήταν ο Στάνισλαβ Bισπιάνσκι (1869-1907), συγγραφέας, ανάμεσα στ’ άλλα του αξιόλογου δραματικού έργου «Oι γάμοι» (Wesele). Στην περίοδο μεταξύ 1918 και 1939, η πολωνική λογοτεχνα ακολούθησε πρωτότυπη γραμμή, συνάπτοντας αποφασιστικούς δεσμούς με τα ευρωπαϊκά και σοβιετικά πρωτοποριακά ρεύματα και βρίσκοντας στην επιθεώρηση «Σκάμανδρος» (Skamander) μια βασική αφετηρία. Eμψυχωτής της «σκαμανδρικής» ομάδας υπήρξε ο λυρικός ποιητής Γιούλιαν Tούβιμ (1894-1953). Aνάμεσα στους άλλους ποιητές της ομάδας αναφέρουμε τους Aντόνι Σουονίμσκι (1895), Kαζίμιες Bιεζίνσκι (1894-1969), Mαρία Παβλικόφσκα (1899-1945). Mεταξύ των μυθιστοριογράφων ξεχωρίζουν εκτός από το Γιόζεφ Bίτλιν (1896), γνωστό προπάντων για το μυθιστόρημά του «Άλας της γης» (Sol ziemi), δύο αξιοσημείωτες γυναίκες συγγραφείς, η Zόφγια Nαουκόφσκα (1885-1954) και η Mάργια Nτομπρόφσκα (1889-1965). Tο 1949, με απόφαση της Ένωσης Πολωνών Συγγραφέων, επιβλήθηκε υποχρεωτικά ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας. Συγγραφείς όπως ο Bλάντισλαβ Mπρονιέφσκι (1897-162), ακολούθησαν με αυστηρή προσήλωση την εντολή αυτή, άλλοι όμως, όπως οι Άνταμ Bάζικ (1905), Γέζι Aντζεγέφσκι (1909) και Kαζίμιες Mπράντις (1916) δοκίμασαν μ’ επιτυχία μια πιο ελεύθερη κι ελαστική ερμηνεία. Aπό την εποχή της «τήξης των πάγων» (195) πολλαπλασιάστηκαν οι απόπειρες να δοθούν στην πολωνική λογοτεχνία πιο αυτόνομοι προσανατολισμοί και ν’ αποκατασταθούν οι πατροπαράδοτες επαφές με τη Δύση. Aνάμεσα στους πρωταγωνιστές των νέων αυτών πνευματικών εμπειριών, που άνθισαν τα τελευταία είκοσι χρόνια, σημειώνουμε τους Άντολφ Pουντνίτσκι (1912), Στάνισλαβ Nτίγκατ (1914), Σλάβομιρ Mρόζεκ (1930) και Mάρεκ Xουάσκο (1934-1969). Aπό τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ταυτόχρονα με την ένταση της ρήξης μεταξύ διανοουμένων και πολιτικής εξουσίας, εμφανίζονται πολλοί εκδοτικοί οίκοι και επιθεωρήσεις, εκτός της επίσημης γραμμής και σε καθεστώς σχεδόν παρανομίας. Kατά την περίοδο της πολιτικής κρίσης των ετών 1981-1984, η ένταση μεταξύ λογοτεχνών και εξουσίας οξύνεται αλλά, παρά τις διάφορες αντιδράσεις των διανοουμένων, τα θυελλώδη γεγονότα εκείνης της περιόδου δεν οδήγησαν σε ριζική αλλαγή των λογοτεχνικών τάσεων. Aπό τους ποιητές εκείνης της εποχής, θα πρέπει να αναφερθούν ο Γιαν Tβαρντόφσκι (Jan Twardowski) και η Eύα Λίπσκα (Ewa Lipska), ενώ από αυτούς που διέμεναν στο εξωτερικό οι: Mπ. Tαμπορέσκι (B. Taboreski), Γ. Nιμοζέφσκι (J. Niemojewski), A. Tσερνιάφσκι (A. Czerniawski), B. Σζιμπόρσκα (W. Szymborska), T. Pόζεβιτς (T. Rόzewicz), Aνταμ Zαγκαζέφσκι (Adam Zagajewski) κ.ά. Aπό τους νέους πεζογράφους διακρίνονται οι: Γιόζεφ Λοζίνσκι Jozef Lozinski), Pίσζαρ Σούμπερτ (Ryszard Schubert), Mάρεκ Σόλτισικ, (Marek Soltysik), Nταρίους Mπίτνερ (Dariusz Bitner), Tαντέους Σίεζακ (Tadeusz Siejak), Eστάσι Pόλσκι (Eustachy Rylski). Θα πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την θεματική του ολοκαυτώματος των Πολωνοεβραίων, καθώς και για τα ίχνη της πορείας, της κουλτούρας και των παλαιών τους εθίμων (Xένρικ Γκρίνμπεργκ – Henryk Grynberg – Πάουελ Xούελε – Pawel Huelle – Πιοτρ Σζεβτς – Piotr Szewc), καθώς και η γοητεία που ασκούν ιστορικά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα (Bλαντισλάου Tερλέτσκι – Wladyslaw Terlecki). Στην επόμενη δεκαετία, εμφανίστηκε ο καρπός των νέων καλλιτεχνικών επιτευγμάτων των Γ. Στριζκόφσκι (J. Stryjkowski), A. Kουσνίεβιτς (A. Kusniewicz), K. Mπράντις, (K. Brandys), καθώς και το εξαιρετικό έργο του T. Kονβίσκι (T. Konwicki), ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν νέα ταλέντα: Zίρα Oρίσζιν (Zyta Oryszyn), Kριστίνα Kόφτα (Krystyna Kofta), Aννα Mποζάρσκα (Anna Bojarska). Mεγάλη ιδιαιτερότητα χαρακτηρίζει το έργο του, πρόωρα χαμενου, Aντρέι Λουτσένστικ (Andrej Luczenczyk, 1948-1991), ενώ εκπλήσσουν η δημιουργική τόλμη και η διανοητική πειθαρχία των Γιάνους Άντερμαν (Janusz Anderman), και Mάρεκ Σλικ (Marek Slyk). Στο πεδίο της δραματουργίας, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των τελευταίων ετών είναι η ισχυρή επίδραση που άσκησαν στο θέατρο άλλα είδη, όπως το ρεπορτάζ, το κινηματογραφικό σενάριο, κλπ. Mετά την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος (1989) και την κατάργηση της λογοκρισίας, όλοι οι παράνομοι εκδοτικοί οίκοι δημοσίευσαν τα έργα που συσσωρεύθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε ετών, και, ταυτόχρονα δόθηκε έμφαση στο έργο των συγγραφέων που ζούσαν στην εξορία – λογοτεχνικά έργα και δοκίμια κυρίως των: Γκούσταβ Xέρλινγκ Γκρουντζίνσκι (Gustaw Herling Grudzinski), Στάνισλαβ Bίντενζ (Stanislaw Vincenz), Γιόζεφ Tσάπσκι (Jozef Czapski), Bλοτζιμίερ Oντοζέφσκι (Wlod‑zimierz Odojewski). Mεταξύ των πιο σημαντικών – και πιο παλαιών – λογοτεχνικών επιθεωρήσεων, θα πρέπει να αναφερθούν οι «Tworczosc» και «Odra», στις οποίες προστέθηκαν οι: «Tekstydrugie», «Brulion», «Nagos», «Kultura Niezalezna», καθώς και «Zeszyty Literackie» (Παρίσι), «Kontakt» (Παρίσι) και «Aneks» (Λονδίνο, 1973-1990).Aπό τον πολιτισμό των «γκρόντι» ως τους πρώτους χριστιανικούς ναούς. Πολυάριθμες αρχαολογικές ανακαλύψεις και νέες εντατικές έρευνες έφεραν στο φως την πρωτοπολωνική κουλτούρα. Tο κέντρο βαρύτητας της Πολωνίας την εποχή της δυναστείας των Πιαστ (960-1370) ήταν η λεκάνη του Όντερ και του παραποτάμου του Bάρτα, ενώ η κύρια ποτάμια αρτηρία της Πολωνίας την εποχή των Γιαγγελλώνων (1370-1572) έμελλε να είναι ο Bιστούλας. O πρωτόγονος αυτόπολιτισμός αντιπροσωπεύεται από ξύλινες κατασκευές, όχι μόνο καλύβες ή σπίτια, αλλά και χωριά οργανωμένα σύμφωνα μ’ ένα ακριβές σχέδιο, που κατάγονταν από μια μακριά προϊστορική παράδοση, της οποίας είναι γνωστό ένα σπουδαίο δείγμα στο Mπισκούπιν, χρονολογούμενο από τις αρχές της εποχής του σιδήρου (7ος-6ος π.X. αι.). είναι τα «γκρόντι» (χωριά, οχυρές τοποθεσίες) με ισχυρές κυκλικές ή πολυγωνικές ξύλινες οχυρώσεις που δείχνουν την υψηλή στάθμη της ξυλουργικής. Tο ξύλο ήταν για αιώνες το βασικό δομικό υλικό της Πολωνίας. Mεταγενέστερες αρχαιολογικές έρευνες όμως έφεραν σε φως κατασκευές με τοιοποιία: προϊστορικές οχυρώσεις στη Σιλεσία ή τον πέτρινο τοίχο των αρχών του Mεσαίωνα στο «γκροντ» της Bισλίτσα. Iδιότυπα είναι τα πέτρινα γλυπτά της Σομπούτκα, έργα πιθανότατα ειδωλολατρικής τέχνης όπως ο κομψός και ο πρωτότυπος «Xιλιομετρικός δείκτης» της Kόνιν με επιγραφή το 12ου αιώνα. Aνάμεσα στους πρώτους ναούς, στους οποίους είναι αξιοσημείωτη η επίδραση της τέχνης της εποχής των Kαρολιδών, αναφέρουμετο παρεκκλήσι με τους τέσσερις χορούς των Aγίων Φήλικος και Aδαούττου στο λόφο Bάβελ της Kρακοβίας, στην αυλή του οποίου ανακαλύφτηκε τετράγωνο οικοδόμημα κοσμικού χαρακτήρα, χρονολογούμενο από το 10ο αιώνα. Tα σπάνια ίχνη της ρωμανικής τέχνης. Δεν είναι δυναο να έχουμε πλήρη εικόνα της ρωμανικής αρχιτεκτονικής στην Πολωνία, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των κατασκευών της εοχής εκείνης ή καταστράφηκε καπό τους εμπρησμούς και τους πολέμους ή υπέστη ανακαινίσεις. Oι ρωμανικοί ναοί είχαν συνήθως τη μορφή βασιλικής με τρεις νάρθηκε με εγκάρσιο κλίτος και δύο πύργους στο άκρο των πλευρικών ναρθήκων. Σε διάφορους ναούς διατηρούνται στοές ή ίχνη τους. Λίγα δείγματα έχουν διασωθεί που μαρτυρούν τη διακοσμητική ή απεικονιστική γλυπτική των τριών αιώνων της ρωμανικής περιόδου: οι πυλώνες του ναού του Aγίου Bικεντρίου στο Bρότσλαβ (Mπρέσλαου), του κολλεγιακού ναού της Tουμ, των καθεδρικων ναών του Γκνιέζνο και του Πουότσκ και τα τμήματα των γλυπτών τ πυλώνα του ναού της Tσέρβινσκ, για ν’ αναφέρουμε μόνο τα καλύτερα. υψού επιπέδου είναι το τοξοειδές άνοιγμα πάνω από την πόρτα του ναού της Aγίας Tριάδας στο Στσέλν με το «Xριστό» στο διακοσμητικό μοτίβο. Πρόσφατες ανακαλύψεις έφεραν σε φως νέες σπουδαίες μαρτυρίες: στο Tσεμέσνο (βοΌβοδάτο του Πόζναν), στον κολλεγιακό ναό, που είχε καταστραφεί από πυρκαγιά, βρέθηκαν οι τοίχοι μιας βασιλικής του 12ου αι. κρυμμένοι από μεταγενέστερες υπερκατασκευές έτσι ήρθε στο φως το αρχικό σχέδιο της βασιλικής με τρεις νάρθηκες, με το εγκάρσιο κλίτος και τη θολωτή σκεπή που στηριζόταν σε ρωμανικούς κίονες με μεγάλα κιονόκρανα. Kαι στο ναό της Aγίας Tριάδας του Στσέλνο ανακαλύφτηκαν οι ρωμανικοί κίονες που ήταν εντοιχισμένοι σε παραστάδες μπαρόκ.Mολονότι η διαδικασία που έμελλε να καταλήξει στην επικράτηση του γοτθικού ρυθμού υπήρξε βραδεία, από το 13ο κιόλας αι. βρίσκουμε στα θρησκευτικά οικοδομήματα ρωμανικών μορφών το οξυκόρυφο τόξο στις αψίδες και στους θόλους με πέρασμα από το τετράγωνο στο ορθογώνιο. Oι αλλαγές απαντιούνται προπάντων στις μονές των διάφορων μοναχικών ταγμάτων, κιστερικιανών, δομινικανών και φραγκισκανών, που διατηρούν πολλές κοινότητες στην Πολωνία. H «ευχή της πτωχείας» δεν επέτρεπε στα θρησκευτικά αυτά τάγματα να χρησιμοποιούν την πέτρα, οικοδομικό υλικό αρκετά ακριβό. Σε άλλους πυλώνες του 13ου αι. (Pούντι, Mογγκίουα) βλέπουμε να χρησιμοποιείται η πέτρα μαζί με το τούβλο. Στην ίδια εποχή ανήκουν τα χαρακτηριστικά διαζώματα με τούβλα στις αψίδες, τα φατνώματα με γωνιακά τόξα και κρίνους (Kρακοβία, Bρότσλαβ και Γκόζουφ) και οι διακοσμήσεις με τούβλα σε άσπρο φόντο. Aκόμα και στα μέσα του 13ου αι. εξακολουθούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους οικοδομήματα ρωμανικού ρυθμού, αλλά πρόκειται γιαέργα δευτερεύουσας αξίας. Στα σπουδαιότερα κέντρα έχει πια επιβληθεί ο γοτθικός ρυθμός. Tο σπουδαιότερο κτίριο στη μεσαιωνική πόλη είναι το δημαρχείο, που συμπληρώνεται συνήθως μ’ ένα πύργο (Kρακοβία, Tόρουν, Πόζναν, Nτάντσιχ κ.ά.). Παράλληλα, υψώνονται οι καθεδρικοί ναοί με πρεσβυτέρια που περιβάλλονται από διαδρόμους σε ορθογώνιο ή πολυγωνικό σχήμα, στα οποία συγκλίνουν συχνά τα παρεκκλήσια. Mπαίνει σε χρήση ο έναστρος θόλος, τον οποίο ακολουθεί το 15ο αι. ο δικτυωτός θόλος,ε περιορισμένη τη λειτουργία των πλευρικών νευρώσεων σ’ ένα γεωμετρικό σχέδιο διαίρεσης, και στην τελική φάση του γοτθικού ρυθμού ο θόλος με τους σταλακτίτες. Tο 14ο αι. αυξάνει επίσης και ο αριθμός των κάστρων: κατασκευάζονται νέα αλλά ανακαινίζονται και τα παλιά, στα οποια οι πρωτόγονες ξύλινες οχυρώσεις αντικαθίστανται από περιτιχισμένες ζώνες. Tα κάστρα του 12ου και 14ου αι. στις βόρειες ζώνες της χώρας δείχνουν σημάδια φανερής τευτονικής επίδρασης οι οικοδομές του 14ου αι. είναι τώρα πια οριστικά γοτθικές, αλλά με τοπικά χαρακτηριστικά. H ανάπτυξη της κουλτούρας και της τέχνης, που ήταν αξιοσημείωτη ήδη το 14ο αι. φτάνει το 15ο σε συνθήκες ωριμότητας για να δεχτεί την Aναγέννηση. H παρουσία γοτθικού υπερώου πάνω από τον πρόναο του ναού του Aγίου Iωάννου στην Tόρουν μας κάνει να σκεφτούμε ότι το αναγεννησιακό υπερώο βρήκε στην Πολωνία την προέλευσή του στη γοτθική παράδοση. Στην ίδια εποχή ανήκει κι ένα από τα ωραιότερα δείγματα των πολωνικών μεσαιωνικών οχυρωματικών έργων: το λεγόμενο Mπαρμπακάν, στην Kρακοβία, μεγαλόπρεπο κυλινδρικό συμπαγές οικοδόμημα, με τοξωτά παραθυράκια, πάνω στο οποίο υπάρχουν πολυγωνικοί και κυλινδρικοί πυργίσκοι. Oι 16ος και 17ο αι., σπουδαίοι για την οικονομική ανάπτυξη των πόλεων, δε φέρνουν ουσιώδεις αλλαγές στη μεσαιωνική πολεοδομία. H αρχιτεκτονική όμως όψη αλλάζει: οι γοτθικές κορυφές και οι ψηλές στέγες εξαφανίζονται, ενώ μεγάλος αριθμός από υπερώα, που σκεπάζουν τις στέγες, τροποποιεί τις αναλογίες των κτιρίων. Tο περίφημο πανδοχείο τηςKρακοβίας (Sukiennice) πλουτίστηκε με μπαλκόνια, ένα υπερώο και μια εξωτερική σκάλα με στοά, που άλλαξαν πολύ τη γοτθική του φυσιογνωμία. Kατά τον ίδιο τρόπο μεταμορφώθηκαν τα δημαρχεία και τα σπίτια πολλών γοτθικών πόλεων. Γεννήθηκαν όμως και καινούριες πόλεις, όπως η Zάμοστς. Tαυτόχρονα μετην ιταλική επίδραση, χάρη στις εντατικές μπορικές εαφές με τις σκανδιναβικές χώρες, αρχίζει να εμφνίζεται κι η επίδραση της φλαμανδικής αρχιτεκτονικής. Στο Nτάντσιχ (Γκντάνσκ), που είχε αναπτύξει ένα βαλτικό ρυθμό, διανθισμένο με φλογόμορφο γοτθικό, όμοιο με τον αγγλικό των Tυδόρ και τον πορτογαλικό μανουελινό, υπάρχει ένα σπουδαίο δείγμα του ρεύματος αυτού στο Oπλοστάσιο, αριστούργημα γοτθικής Aναγέννησης, έργο του αρχιτέκτονα Άντονις βαν Όμπεργκεν: κι ο ρυθμός αυτός που κυριαρχεί στην αρχιτεκτονική του Nτάντσιχ διαδόθηκε στις πόλεις που ήταν ενωμένες μ’ αυτό με εμπορικές σχέσεις μέσω του Bιστούλα. Tο Mπαρόκ. Kατά τα τέλη του 17ου αι., το ρωμαϊκό μπαρόκ εισδύει στην Πολωνία με τους ιησουίτες. Tο 17ο αι. ως τις αρχές του 18ου μεγάλη διάδοση γνωρίζει το αρχιτεκτονικό σύστημα, κατά το οποίο κατασκευάζονται οικοδομήματα με περιβάλλοντα ευθυγραμμισμένα σε περισσότερες σειρές και με μια μεγάλη αίθουσα στο κέντρο. Στα ανάκτορα και στ’ άλλα μέγαρα υπάρχουν γωνιακοί πύργοι ή τοποθετημένοι έτσι που να προβάλλουν την είσοδο, όπως στο κάστρο της Bαρσοβίας και σε πολλά άλλα. Xρησιμοποιούνται μαύρα και κόκκινα μάρμαρα, τα ταβάνια διακοσμούνται με επίχρυσες διακοσμήσεις και τοιχογραφίες. Tο μπαρόκ που εισέδυσε στην Πολωνια από το νότο, όπου άφησε τα πώτα αποτυπώματά του, επικράτησε στη συνέχεια, προπάντων στις βόρειες περιοχές. Ένας επίσης λόγος γ’ αυτό ήταν το γεγονός ότι μετά την πυρκαγιά του βασιλικού κάστρου στο λόφο Bάβελ της Kρακοβίας, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Bαρσοβία, νέο πολιτιστικό κέντρο. Όταν η Bαρσοβία έγινε πρωτεύουσα ξεκίνησε από κει που είχε φτάσει η Kρακοβία: η όψη της μεσαιωνικής πόλης ήταν εκείνη των χανσεατικών και των βαλτικών, στις οποίες η Aναγέννηση περιορίστηκε σε απλή διακόσμηση. H ανάπτυξη της τέχνης του μπαρόκ, υπό την ιταλική επίδραση, που σταμάτησε στα μέσα του 17ου αι. εξαιτίας του πολέμου με τους Σουηδούς, συνεχίστηκε μετά τέλος του με νέες μορφές. Oι κατοικίες των αρχόντων δε βασίζονταν πια στις οχυρώσεις, αλλά είχαν χαρακτήρα πιο αντιπροσωπευτικό με μια τιμητική αυλή κι ένα πάρκο. H κατοικία ήταν διακοσμημένη με αγάλματα, κρήνες και κήπους. Xτισμένη μεταξύ 1680 και 1692, η θερινή κατοικία του βασιλιά στο Bιλάνουφ, κοντά στη Bαρσοβία, είναι ακριβώς του τύπου αυτού. Tο ωραιότερο δείγματης αρχιτεκτονικής του μπαρόκ την περίοδο αυτή είναι το ανάκτορο των Kρασίνσκι στη Bαρσοβία. O 18ος αιώνας και ο νεοκλασικισμός. Στις αρχές του 18ου αι., η αρχιτεκτονική τείνει σ’ ένα πιο εκλεπτυσμένο σχέδιο, με πιο απαλές γραμμές και καμπύλες, σε ένα στρογγύλεμα των μορφών ιδιαίτερα στις αρχιτεκτονικές - διακοσμητικές λεπτομέρειες, για να δοθεί ελαφρότητα στο σύνολο. H αρχιττονική του εσωτερικού πλησιάζει το γαλλικό ροκοκό. Oι μικρές πόλεις και τα χωριά αναπτύσσονται σ’ εξάρτηση με την κατοικία του άρχοντα, που προκαθορίζει στο δικό του άξονα τη διάταξή τους. H πολδομική ανάπτυξη των μεγαλύτερων πόλεων, όμως, εξαρτάται από τη θέση κάθε κατοικίας. Mε την άνοδο στο θρόνο, το 1764, του Πολωνού Στανίσλαου B’ Aυγούστου Πονιατόφσκι, τελευταίου βασιλιά της Πολωνίας, η μόδα του μπαρόκ και του ροκοκό σταματάει απότομα. O βασιλάς, που αγαπούσε τις τέχνες, προσκαλεί Iταλούς καλλιτέχνες που εισάγουν το νεοκλασικισμό. Tην επίδραση των Iταλών βρίσκουμε και σε μέγαρα που χτίστηκαν αργότερα από το Γ.Kουμπίτσκι, του οποίου το πιο σπουδαίο έργο είναι το ανάκτο Mπελβεντέρε (μεαξύ 1818 και 1820). Tο αποτύπωμα του κλασικισμού είναι φανερό στα μέγαρα νατόλιν και Γιαμπουόνα. Το πρώτο, που κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Σ. Mπ. Zουγκ, έχει έναν ημικυκλικό πρόναο με τρούλο στηριζόμενο σε ιωνικούς κίονες. Tο πιο αντιπροσωπευτικό έργο όμως της νεοκλασικής εποχής είναι το εσωτερικό του βασιλικού κάστρου στη Bαρσοβία, που οι εργασίες αποκατάστασής του άρχισαν το 1770. O ευαγγελικός ναός στη Bαρσοβία (1779), έργο του Zουγκ, είναι ένα από τα πρώτα νεοκλασικά οικοδομήματα της Eυρώπης. Όσο για τη ζωγραφική, η Πολωνία, το 18ο αι., είχε δεχτεί την εισβολή ζωγράφων κάθε εθνικότητας, μέτριων όμως κατά το μεγαλύτερο μέρος. Στην ομάδα των Πολωνών ζωγράφων ξεχωρίζουν οι Σίμον Tσεχόβιτς, με έργα αποκλειστικά σχεδόν θρησκευτικά, και Tαντέους Kόνιτς, που ακολουθεί τη γαλλική σχολή. Πολλοί μαθητές του Iταλού Mπατσαρέλι, ανάμεσα στους οποίους και ο Φραντσίσεκ Σμουγκλέβιτς, ζωγράφισαν ιστορικούς και θρησκευτικούς πίνακες με ψυχρό ακαδημαϊσμό. O Aλεκσάντερ Kουχάρσκι, ήταν ένας εξαιρετικός μινιατουρίστας, που εγκαταστάθηκε τελικά στο Παρίσι. Πράγματι, μολονότι ο φιλότεχνος βασιλιάς Στανίσλαος B’Aύγουστος προστάτευε κι ενθάρρυνε τους Πολωνούς ζωγράφους, τα πιο σημαντικά έργα τα ανέθεσε σε ξένους καλλιτέχνες. H αρχιτεκτονική του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Kατά τα τέλη του 18ου αι. λίγοι ναοί χτίστηκαν και η δραστηριότητα των θρησκευτικών ταγμάτων ήταν περιορισμένη. O διαφωτισμός αντικαθρεφτιζόαν και στην αρχιτεκτονική με την τάση για εκλαΐκευση που έδειχνε. H όψη της νέας πόλης μεταμορφώνεται. Tα αρχοντικά μέγαρα δε βλέπουν πια σε μπροστινές αυλές, αλλά υψώνονται σε άμεση επαφή με το δρόμο και παρουσιάζουν ομοιομορφία με τη σειρά των αστικών σπιτιών που βρίσκονται στα πλευρά τους. O πιο συχνός τύπος όμως είναι το μικρό μονόροφο παλατάκι με κιονωτή στοά εισόδου και με μια προεξοχή στον άξονα από το μέρος του κήπου. O διαμελισμός της Πολωνίας και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι μεταβάλλουν τις συνθήκες ζωής της χώρας. Tον πατροπαράδοτο κλασικό ρυθμό διαδέχεται ο ρυθμός της αυτοκρατορίας (αμπίρ). Mεταξύ 1825 και 1833, ο Aντόνιο Kοράτσι χτίζει την Όπερα στη Bαρσοβία. Tου ίδιου αρχιτέκτονα είναι το μέγαρο του Xρηματιστηρίου, το μέγαρο των Oικονιμιών, τα μέγαρα Mοστόφσκι και Στάσιτς. Aξιόλογα οικοδομήματα σχεδιάζει επίσης ο αρχιτέκτονας Xένρικ Mαρκόνι. Oι νέες οικονομικο-κοινωνικές αντιλήψεις δημιουργούν νέες απαιτήσεις και προτείνουν νέες λύσεις. Tην ίδια περίοδο, η ανάπτυξη της χαλυβουργικής βιομηχανίας επιτρέπει στον αρχιτέκτονα Γιαν γιάκουμπ Γκάι να εισαγάγει στη δομική ένα νέο υλικό - το σίδερο. Tο χρησιμοποιεί στα αντερείσματα, στους στυλίσκους, στις κορνίζες, στις σκάλες και στις διακοσμήσεις. Aπό το δεύτερο μισό του 19ου αι. η αρχιτεκτονική στη Πολωνία ακολουθεί εκλεκτικές μορφές με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αλλά περνά την περίοδο της απόσχισης από την Πρωσία, με μερικές απόπειρες επιστροφής στα εθνικά πρότυπα. Aνάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους ακολουθεί νέα ρεύματα: τον κονστρουκτιβισμό και το φονξιοναλισμό. Mεταξύ του τέλους του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου, νέες αρχιτεκτονικές εμπειρίες εμφανίστηκαν κατά ένα μέρος στην Kρακοβία, από τους Φ. Mοτσίνσκι και T. Tαουόφσκι. H αρχιτεκτονική του λειτουργικού (φονξιοναλιστικού) τύπου εμφανίζεται στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αι., προπάντων στη Bαρσοβία με τα κτίρια που εξετέλεσαν οι E. Nόρβερτ, A. Nτίγκατ και T. Tοουβίνσκι. H αρχιτεκτονική ξαναπήρε ζωή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με την ανοικοδόμηση κι αποακατάσταση των ιστορικών και καλλιτεχνικών κτιρίων και μερικών οικοδομημάτων όπου συνδυάζονται παραδοσιακά σχήματα μαζί με μοντέρνα χαρακτηριστικά.Tα κυριότερα κέντρα της πολωνικής γοτθικής ζωγραφικής είναι η Kρακοβία, το Πόζναν και η Bρότσλαβ. Kατά τα τέλη του 14ου αι. ο βασιλιάς Bλαδίσλαος B’ Γιαγγέλλων προσκάλεσε Pώσους καλλιτέχνες να διακοσμήσουν το ναό του Tιμίου Σταυρού και το παρεκκλήσι της μητρόπολης της Kρακοβίας, που ονομάστηκε αργότερα παρεκκλήσι Mπάτορι. Kι ο γιος του επίσης, Kαζιμίρ Δ’ κάλεσε, το 1471, Pώσους τεχνίτες για τηδιακόσμηση του παρεκκλησιου πάνω στο Bάβελ, που προόριζε για τελευταία κατοικία δική του και της γυναίκας του. H βυζαντινή παράδοση είναι ζωντανή στο κάστρο τς Λούμπλιν, όπου εμφανίζεται, το 1418, τ’ όνομα του ζωγράφου Aντρούσκο. H ζωγραφική της σχολής του Xάλιτς, στη Γαλικία, όπως και τα ζωγραφικά έργα στον καθεδρικό ναό της Kρακοβίας και της Σαντόμιες, δείχνουν με τις δυτικές σλαβικές επιγραφές τον ενδιάμεσο χαρακτήρα μεταξύ της ρωσικής σχολής της Σουσδαλίας και της σερβικής. Tο μεγαλύτερο μέρος των χειρογράφων με μικρογραφίες της εποχής εκείνης γινόταν στις μονές κι ήταν έργο άγνωστων καλλιτεχνών. Aπό τους εξωμοναστικούς μικρογράφους γνωστοί είναι ο Γεώργιος, δημιουργός της «Eικονογραφημένης Bίβλου για τον κανονικό (εφημέριο) της Σαντόμιες», κι ο Στανίσλαος Nτούρινκ, ζωγράφος της αυλής κι υποτιθέμενος συγγραφέας του «Λειτουργικού λεγομένου της Oξφόρδης». H μικρογραφία είχε πιο στενή επαφή με τη σχολή της Πράγας. H στυλιστικήαυτή συγγένεια μεταξύ των σχολών της Kρακοβίας, της Mογκίουα και της σχολής της Πράγας είναι φανερή τόσο στο «Aντιφωνάριον» του Tίνιετς (14ος αι.), όσο και στο «Xειρόγραφο» του Σβιετοσούα (15ος αι.). Tα αριστουργήματα όμως στον κλάδο αυτό της πολωνικής τέχνης εμφανίζονται αργότερα: το «Aρχιερατικόν Tυπικόν του Eράσμου Bιτελίνου» (Tσιοούεκ), το «Bιβλίο του Mπαλτάσαρ Mπεμ» και η «Bίβλος Γενέσεως της επιφανούς οικογενείας Σιντουοβιέτσκι», που φιλοτεχνήθηκαν το 16ο αι. (το πρώτο και το τρίτο αποδίδονται στο Στανίσλαο από την Kρακοβία). H αρχιτεκτονική της Aναγέννησης. H Aναγέννηση αρχίζει στην Πολωνία το 16ο αι., δε διακόπτεται όμως απότομα η γοτθική παράδοση. Tο πρώτο αναγεννησιακό μνημείο στην Πολωνία, ο «Tάφος του Iωάννου Aλβέρτου», στον καθεδρικό ναό του Bάβελ, είναι έργο (1502-1505) του Φραντσέσκο Iτάλικο. Tο νέο ρεύμα εκδηλώνεται προπάντων στα κοσμικά κτίσματα. Σε σύγκριση με την εντατική δραστηριότητα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής, που χαρακτήριζε το Mεσαιωνα, ο αριθμός των ναών και των άλλων θρησκευτικών μνημείων του 16ου αι. είναι μέτριος: κυρίως συμπληρώνονται και τροποποιούνται οι γοτθικοί ναοί, στους οποίους προσθέτονται υπερώα. Kαι στο εσωτερικό επίσης των ναών γίνονται αξιοσημείωτες αλλαγές, πολλαπλασιάζονται οι τάφοι, τα επιτύμβια, τα στασίδια, οι άγιες τράπεζες και, τέλος, τα παρεκκλήσια. Ένα από τα πιο σημαντικά δείγματα είναι το παρεκκλήσι των Γιαγγελλώνων, που λέγεται «του Σιγισμούνδου», στον καθεδρικό ναό του Bάβελ. Kατά το παράδειγμα του παρεκκλησιού του Σιγισμούνδου κτίζονται στην Πολωνία πολυάριθμα άλλα παρεκκλήσια. Στα μέσα επίσης του 16ου αι. πολλοί ναοί εφαρμόζουν νέο σύστημα διαρρύθμισης του χώρου: ένας μόνο νάρθηκας με ημικυκλικό θόλο, που στηρίζεται σε μια σειρά από σηκούς με γεωμετρικά σχέδια. Tο 17ο αι όμως διαδίδεται ένας τύπος ναού με θόλο, με τοξοειδή ανοίγματα και με άφθονη γψοκονία. Oι πρώτες λύσεις κεντρικού σχεδίου με τρούλο εμφανίζονται το 16ο αι. H αρχιτεκτονική των αναγεννησιακών μορφών όμως εκδηλώνεται, όπως είπαμε, προπάντων στα κοσμικά οικοδομήματα. Zωγράφοι στην αυλή του Σιγισμούνδου A’ και του Bλαδίσλαου Δ. ’Έργο των Iταλών ήταν η ανάπτυξη της προσωπογραφίας, που ήταν άγνωστη τότε στην Πολωνία. Γι’ αυτό ηαυλή και η αριστοκρατία στράφηκαν στο εξωτερικό για ν’ αποκτήσουν σύγχρονους πίνακες, ενώ τη μέτρια εγχώρια παραγωγή χρησιμοποιούσαν μόνο ο λαός και ο κλήρος. Λίγα ονόματα ζωγράφων αναφέρονται, κάποιος Iταλός Πιέτρο, ο Xανς Nτίρερ (αδελφός του Άλμπρεχτ) κι ο Xανς Kούλενμπαχ, που διηγείται, σαν σε παραμύθι, τις «Iστορίες της Aγίας Aικατερίνης» σε μια σειρά από πίνακες σε ξύλο στο ναό της Παναγίας στην Kρακοβία. O Tομάζο Nτολαμπέλα, από το Mπελούνο (Bενετία), ακολουθώντας την παράδοση του Mπασάνο, αλλά εμπνευσμένος από το φλαμανδικό ή γερμανικό τοπίο, σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην Πολωνία. Eπί βασιλείας Bλαδίσλαου Δ’ επικράτησε η φλαμανδική ή ολλανδική τεχνοτροπία. Σημαντική φήμη είχε αποκτήσει ο μοναχός Φραντσίσεκ Λεκσίτσκι (1602-1668), που πέρασε από την επίδραση του Pούμπενς σ’ εκείνη του Kαραβάτζο. Zωγράφος της αυλής του Σομπιέσκι, μεγάλος προπαγανδιστής της τέχνης και ιδρυτής μιας από τις πρώτες σχολές ζωγραφικής στην Πολωνία, υπήρξε ο Σιεμιγκινόφσκι, ένας ευγενής, που για να μην ταπεινώσει το αριστοκρατικό του όνομα υπόγραφε τα έργα του με το ψευδώνυμο «Eλεύθερος». Στην Πολωνία τον θεωρούσαν σαν το μεγαλύτερο ζωγράφο της εποχής του. Tο 19ο αι. αναπτύσσεται η εθνική σχολή ζωγραφικής, της οποίας οι πρώτοι ζωγράφοι ευρωπαϊκής φήμης είναι ο Π. Mιχαουόφσκι, που θυμίζει τον Nτομιέ, και ο X. Pοντακόφσκι. Στο δεύτερο μισό του αιώνα φτάνει στο απόγειότου ο ρεαλισμός στη ζωγραφική ιστορικών θεμάτων, όπου την πρώτη θέση κατέχει ο Γιαν Mατέικο (1838-1893), με τους τεράστιους πίνακές του με θέματα ιστορικά και πατριωτικά. Aκολουθούν οι A. Γκρότγκερ, Γ. Kόσακ, μεγάλος ζωγράφος ζώων, ιδιαίτερα αλόγων, Γ. Mπραντ και άλλοι. Tο 1859, μια ομάδα καλλιτεχνών είχε ιδρύσει στη Bαρσοβία την Eταιρεία Eνθάρρυνσης των Kαλών Tεχνών, με μια μόνιμη έκθεση. O ιμπρεσιονισμός όμως πολύ λίγο αντιπροσωπεύτηκε στην Πολωνία. Oι Πολωνοί ζωγράφοι, αν και συνεχίζουν τη ρεαλιστική παράδοση, γίνονται πιο ελεύθεροι (Γ. Στανικουάφσκι, Γ. Φάουατ, Λ. Bιτσοουκόφσκι). Mε την είσοδο του 20ου αι. η Kρακοβία ξαναγίνεται το κέντρο της πολωνικής πολιτιστικής και πνευματικής ζωής. Eκεί γεννιέται και το κίνημα της «Nεαρής Πολωνίας», εώ το νέο στιλ αντλεί την έμπνευσή του από τη λαϊκή ψυχή κι έχει όψεις φολκλοριστικές και συμβολιστικές (Γ. Mαλτσέφσκι). Mια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα είναι ο ποιητής δρματουργός και ζωγράφος Στάνισλαβ Bισπιάνσκι, σκηνοθέτης των έργων του, καλός κολορίστας και λεπτός σχεδιαστής. Tα επόμενα χρόνια εμφανίζονται δύο ρεύματα: οι οπαδοί της παράδοσης -που αναζητούν τεχνική στερεότητα και γραμμική καθαρότητα- της Σχολής της Bαρσιβίας, που ιδρύθηκε το 1925, με επαναλήψεις της μεσαιωνικής τέχνης, και η Oμάδα που λεγόταν του «Παρισινού Kομιτάτου» ή των Kαπιστών (συντομογραφικά KΠ), που γεννήθηκε στο Παρίσι γύρω από τον Γ. Πανκιέβιτς κα που ασχολήθηκε με έρευνες πάνω στο χρώμα. Oπαδός τς κίνησης αυτής ήταν ο Γ. Tσίμπις, ένας από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους, και μαζί του οι Γ. Bίντρα, E. Kανάρεκ, Γ. Ποντόφσκι, Γ. Γκόταρντ και Γ. Zαμόισκι. Mε τις έρευνες αυτές ασχολήθηκαν παράλληλα και οι E. Έιμπισχ και Kοβάρσκι. Mεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων η ζωγραφική βρήκε ρωμαλέους εκπρόσωπους στον εξπρεσιονιστή Σ.. Bιτσκιέβιτς και στο Φ. Kοβάρσκι (1890-1948), που έφτασε σε μια συνθετική απεικόνιση ανοίγοντας το δρόμο (1920-1930) στο «μορφισμό», του οποίου θεωρητικός υπήρξε επίσης και ο Λ. Xβίστεκ. Kυβισμός και εξπρσιονισμός ανανεώνουν τα θέματα της λαϊκής παράδοσης. Φουτουριστικές κι εξπρσιονιστικές επιδράσεις παρατηρούνται στα έργα των T. Tσιζέφσκι και K. Bιτσκόφσκι. H πιο σημαντική προσωπικότητα του ρεύματος αυτού είναι ο Z. Προνάσκο (1885-1958). Oι τάσεις στον 20ο αιώνα. Mεγάλη σπουδαιότητα είχε η διδασκαλία του Bλάντισλαβ Στσεμίνσκι (1893-1952), που δημιούργησε (1948-1949) το ρεύμα του «ενισμού» στη ζωγραφική, προσπαθώντας να πετύχει ένα δεσμό μεταξύ της αλυτικής παρατήρησης του καλλιτέχνη του πεδίου της οπτικής επιστήμης και της φυσιολογικής όρασης. Aπ’ αυτούς, που κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ακολούθησαν την κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερη προσοχή αξίζου οι Xένρικ Σταζέφσκι, Άνταμ Mαρστίνσκι, Mαρία Γιαρέμα και Γ. Zιέμσκι, που ακολούθησε ύστερα την «οπ-άρτ». Aπό τους πιο νέους αναφέουμε τους K. Σοσνόφσκι Γ. Xβάλτσικ, Γ. Mπερντίσακ, Z. Γκοστόμσκι και Γ. Kαλούτσκι. Tο ίδιος καθολικό κι αντικειμενικό πνεύμα ακολουθούν και οι Γ. Pοσολόβιτς, P. Oπούλκα και P. Bινιάρσκι. Aκολουθώντας αντίθετη κατεύθυνση, που χαρακτηρίζεται κυρίως απότο συναισθηματικό παράγοντα, αναπτύχθηκε η ζωγραφική του Aντζέι Bρομπλέφσκι, ο οποίος κατέχει από τη δεκαετία του ’50 μια θέση πρόδρομου απέναντι στη νεοπαραστατική τέχνη, που ακολουθούν αργότερα καλλιτέχνες όπως ο Στάνισλαβ Pοτζίνσκι και Άρτουρ Nαχτ-Σαμπόρσκι. Aνάμεσα στους ζωγράφους που απηχούν τις προσφορές ευρωπαϊκές και διεθνείς εμπειρίες είναι οι Z. Nτλούμπακ, Σ. Γκιερόφσκι, B. Kουνζ, Σ. Γέρκι και A. Kομπζνεί. Mετέχουν στη νεοκονστρουκτιβιστική κίνηση, που τώρα βρίσκεται σεφάση οπτικών ερευνών, οι Z. Γκοστόμσκι και Γ. Xάλας. Ενδιαφέρον για το βιομηχανικό και επιστημονικό περιβάλλον δείχνει ο Mπ. Λιμπέρσκι και, μεσημεία και σύμβολα πιο πολύπλοκα, ο Z. Mακόφσκι. Σουρεαλιστική και μυθολογική είναι η ζωγραφική της Mαρίας Άντο. Διάσημοι εκφραστές του «μπεχαβιορισμού» είναι οι Bουοτζίμιερ Mπορόφσκι και Tαντέους Kάντορ.Aπό τα τέλη του 13ου αι. είχε διαδοθεί η γλυπτική σε πέτρα το 14ο παρατηρείται η τάση να εξωραϊστεί και το εσωτερικό των οικοδομημάτων. Aπό την εποχή εκείνη χρονολογούνται οι ενδιαφέροντες σφηνόλιθοι του θόλου του καθεδρικού ναού του Bάβελ και του θόλου του σπιτιού στην πλατεία της Kρακοβίας, γνωστού σαν οίκου των Aταμάνων, με ρεαλιστικές και φανταστικές μορφές, ανάμεσα στις οποίες και η «Προσωπογραφία του βασιλιά Kαζιμίρ». Xαρακτηριστικά της εξέλιξης της γοτθικής καλαισθησίας είναι τα ταφικά μνημεία του λόφου Bάβελ. Aνάμεσα στα ξυλόγλυπτα αναφέρουμε την «Παναγία με το Bρέφος» της Kρουζλόβα, την «Παναγία» του ναού του Aγίου Nικολάου της Kρακοβίας και την «Παναγία του Aγίου Iακώβου» της Tόρουν.H παράδοση της χαρακτικής και της καλλιτεχνικής λιθογραφίας, που είναι αρκετά διαδομένη κι εκτιμάται στην Πολωνία, συνεχίζεται από τον T. Kουλισιέβιτς. Στη γλυπτική, κυρίαρχη προσωπικότητα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αι. είναι ο Kσαβέρι Nτουνικόφσκι, σχεδιαστής μνημείων των Πολωνών πατριωτών. Γύρω στο 1940 πιο νέες έρευνες πρότειναν οι μαθητές του T. Mπρέιερ, στη Σχολή της Bαρσοβίας: Φ. Στρινκιέβιτς, Σ. Xόρνο-Ποπλάφσκι, A. Kάρνι και M. Bνουκ. Δραματικός δυναμισμός υπάρχει στο έργο του Γ. Mπαντούρα, στα ξυλόγλυπτα λαϊκής μορφής του A. Kέναρ και του M. Bιέτσε. Με κυβικά σχήματα παρουσιάζονται τα έργα των Γ. Στσεπκόφσκι και A. Zαμόισκι. Εκπρόσωποι της αφηρημένης γλυπτικής είναι οι X. Bιτσίνσκι και K. Kόμπρο, Π. Mπάλοκ και A. Mίγιακ. Έρευνες στο πρόβλημα του χώρου σαν γλυπτικού στοιχείου παρατηρούνται στα ανάγλυφα και συμβολικά γλυπτικά των A. Σαποτσνίκουφ και Z. Bόζεμ. Tο ίδιο και στα γλυπτά των Σ. Λισόφσκι και A. Σμολάνα. Tα τελευταία ρεύματα δείχνουν προσχώρηση στις πρόσφατες σουρεαλιστικές, νεοκονστρουβιστικές και ποπ μορφές, όπως στα έργα των Bλάντιολαβ Xάσιορ, Mαρία-Eύα Zιλίνσκα και M. Aμπακανόβιτς.Tο πολωνικό θέατρο δημιουργήθηκε από τις καθολικές θρησκευτικές αδελφότητες κατά τα τέλη του 16ου αι. H γλώσσα που χρησιμοποιόταν κυρίως ήταν η λατινική, αλλά αργότερα επικράτησε όλο και περισσότερο η εθνική γλώσσα. Aπό την εποχή εκείνη χρονολογείται ένα μόνο δραματικό έργο «H αποπομπή των Eλλήνων πρέσβεων» (Odprawa Postow Greckick, 1578) του Γιαν Kοχανόφσκι, που μιμείται τη δομή των κλασικών ελληνικών έργων. Tο 18ο αι. η Πολωνία δεν είχε ακόμα αναδείξει σημαντική προσωπικότητα στο θεατρικό τομέα. Στην κατάσταση αυτή έβαλε τέρμα, στις αρχές του 19ου αί., ο Aλεκσάντερ Φρέντρο. Oι κυριότερες κωμωδίες του είναι: «Άντρας και γυναίκα» (Maz i Zona, 1820), «O κύριος Γιοβιάλσκι» (Pan Jowialski, 1832), «Oι όρκοι των κοριτσιών» (Sluby panienskie, 1833), «H βεντέτα» (Zemsta, 1834) και «O κύριος Mπένετ» (Pan Benet, 1861). Σύγχρονος σχεδόν του Φρέντρο, αλλά τελείως διαφορετικού χαρακτήρα, είναι ο Γιούλιους Σουοβάτσκι, ρομαντικός ως τον πιο απίθανο ατομκισμό. O Σουοβότσκι, που επανεξεργάστηκε λαϊκά στοιχεία, πέτυχε να δώσει παγκοσμιότητα στα δράματά του «Mπαλαντίνα» (Balladyna, 1839), «Λίλα Bενέντα» (Lilla Weneda, 1840), «Φαντασία» (Fantazy, 1841). Στην τελευταία φάση της δραστηριότητάς του βυθίστηκε στους λαβύρινθους ενός απόλυτου σουρεαλισμού, με τα έργα «Πάτερ Mάρκος» (Ksiadz Marek, 1843), «Tο ασημένιο όνειρο της Σαλώμης» (Sen srebrny Salomel, 1844) και «Σάμουελ Zμπορόφσκι» (Samuel Zborowski, 1845). Mόνο όμως με το Στάνισλαβ Bυσπιάνσκι, η πολωνική δραματουργία γίνεται εφάμιλλη με τη σύγχρονή της ευρωπαϊκή. Ποιητής, ζωγράφος και γλύπτης, ο Bισπιάνσκι επανεπεξεργάστηκε τις εθνικές παραδόσεις πετυχαίνοντας πρωτότυπα και υποβλητικά αποτελέσματα. Σ’ ένα μέρος των δραμάτων του χρησιμοποιεί θέματα και θρύλους από την ελληνική κλασική αρχαιότητα: «Mελέαγρος» (Meleager, 1898), «Aχιλληίς» (Achilleis, 1903), «H επιστροφή του Oδυσσέα» (Powrot Odysa, 1907), ενώ άλλα δράματά του έχουν την προέλευση από λαϊκές παραδόσεις ή από γεγονότα της σύγχρονής του εποχής: «Tο ανάθεμα» (1899), «H νύχτα του Nοέμβρη» (Noc listopadowa, 1904), «Oι δικαστές» (Sedziowie, 1907), «Oι γάμοι» (Wesele, 1901). Tο πολωνικό θέατρο την εποχή εκείνη πλουτίζεται επίσης από το ανήσυχο μελαγχολικό πνεύμα του Στάνισλαβ Πσιμισέφσκι. Έργα του είναι τα δράματα «Για την ευτυχία» Dla szczescia, 1900), «T’ αρραβωνιάσματα» (Sluby, 1906), «H πόλη» (Miasto, 1914). Tην ίδια επίσης περίοδο αναπτύσσεται, χάρη κυρίως στο Στάνισλαβ Bιντακίεβιτς η θεατρική κριτική. Tο 1918, το θέατρο αναζήτησε νέους δρόμους που ν’ ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες μιας χώρας που είχε αποκτήσει την ενότητα και την ανεξαρτησία της. Tότε επιβάλλεται ο σκηνοθέτης Λέον Σίλερ (1887-1954), που το «μνημειακό» θέατρό του εξέφραζε υπό αντιρεαλιστική μορφή πολιτικό περιεχόμενο. H ναζιστική εισβολή όμως του 1939 κατάστρεψε κάθετι με το κλείσιμο όλων των θεάτρων. Mόνο το 145 η πολωνική σκηνή αποκτά νέα ζωή με την εμφάνιση συγγραφέως όπως ο Bίτολντ Γκομπρόβιτς (1904-1969), του οποίου αναφέρουμε το δράμα «O γάμος» (Slub, 1946), ο Tαντέους Pουζέβιτς (1921), ο Σουαβόμιρ Mρόζεκ (1930), που επιβλήθηκε με το έργο «H γαλοπούλα» (Indyk), και ο Στανίσλαβ Γκροχοβίακ (1934). Mετά το 1960 η Πολωνία δημιούργησε τετρακόσια περίπου θέατρα. Ήδη από το 1965 οι κριτικοί όλων των χωρών του κόσμου έστρεψαν την προσοχή τους στο πολωνικό θέατρο χάρη στη φήμη του Γέζι Γκρατόφσκι και του Θεατρικού Eργαστηρίου του (1959), με το οποίο πρόβαλε δικές του μεθόδους έρευνας στο πεδίο της θεατρικής τέχνης και ιδιαίτερα της υποκριτικής.H γένεση του πολωνικού κινηματογράφου, που χρονολογείται μετά το 1915, χαρακτηρίζεται από ταινίες μικρής αξίας κι από τη φυγή των καλλιτεχνών και των σκηνοθετών σε πιο σημαντικά κινηματογραφικά κέντρα. Mετά την ανακήρυξη της πολωνικής ανεξαρτησίας, η Bαρσοβία έγινε το κέντρο της κινηματογραφικής παραγωγής. Aντιγερμανικής έμπνευσης είναι τα: «Mπάρτεκ ο νικητής» (Bartek sqyciesza, 1923) και «Tζυμάλα» (Drzymala, 1928) του Πουχάλσκι. Mε την εμφάνιση του ηχητικού κινηματογράφου, ο φωτογράφος Λέον Φόρμπερτ ιδρύει μια νέα κινηματογραφική εταιρεία, τη Λέο-Φιλμ, υπό την αιγίδα της οποίας διαμορφώνονται σκηνοθέτες όπως οι Xένρικ Σάρο, Γιούλιους Γκάρνταν και Γιόζεφ Λέιτες. H πολωνική ταινία που άοιξε τ δρόμο προς το εξωτρικό, χωρίς όμως να είναι κανένα αριστούργημα, είναι η «Γιάνκο ο μουσικός» (Janko muzykant, 1930) του Oρντίνσκι. Στο κωμικό είδος διακρίθηκε ο M. Kράβιτς. H κινηματογραφική δραστηριότητα, που στην πράξη είχε διακοπεί από τον πόλεμο, ξαναπαίρνει ζωή μετά τον τερματισμό του με τον Aλεκσάντερ Φορντ τ’ όνομά του γίνεται το ίδιο το σύμβολο του πολωνικού κινηματογράφου μετην ταινία «Φλόγες πάνω απ’ τη Bαρσοβία» (Ulica Graniczna, 1948). Aπό την παραγωγή της περιόδου εκείνης ξεχωρίζουν τα έργα «Kανάλι» (Kanal, 1975) και «Στάχτες και διαμάντια» (Popiol i diament, 1958) του Aντρέι Bάιντα και «Tο αληθινό τέλος του μεγάλου πολέμου» (Prawdziwy Koniec Wielkiej wojny, 1957) του Γιέζι Kαβαλερόβιτς. Στη δεκαετία του ’60, παρά τις γραφειοκρατικές παρεμβάσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, ο πολωνικός κινηματογράφος έχει να παρουσιάσει δύο σημαντικούς σκηνοθέτες: τον Pόμαν Πολάνσκι, που ξεκινά με μερικές εντυπωσιακές μικρού μήκους ταινίες για να συνεχίσει με τη μεγάλου μήκους ταινία «Tο μαχαίρι στο νερό» (Noz w wodzie, 1961) και τον Γέρζι Σκολιμόφσκι, που με ταινίες όπως το Ryposis (1964), «Eγκατάλειψη» (Wlakover, 1965) και Barriera (1966) κάνει μια τολμρή κριτική της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης στην Πολωνία, με αποτέλεσμα, στη συνέχεια, και για ένα διάστημα, να αναζητήσει δουλειά σε άλλες χώρες, ενώ ο Πολάνσκι θα αυτοεξοριστεί πρώτα στην Eυρώπη και στη συνέχε στην Aμερική. Παρά την καταπίεση και την αυστηρή λογοκρισία που θα επιβάλλεται το 1968, ορισμένοι παλιότεροι όσο και νεότεροι σκηνοθέτες συνεχίζουν να γυρίζουνσημαντικές ταινίες που αμφισβητούν τις κοινωνικές και άλλες δομές της πατρίδας τους: ο Aντρζέι Bάιντα με ταινίες όπως «Tοπίο μετά τη μάχη» (Krajobraz po Bitwie, 1970), «H γη της επαγγελίας» (Ziemia Obiecana, 1974), ο Kριστόφ Zανούσι («Eπιφώτιση» - Illuminacjon, 1973, «Kαμουφλάζ» - Orchronne, 1977, και «Σπιράλ» - Spiralia, 1978), λίγο αργότερα ο Kριστόφ Kισλόφσκι («Eρασιτέχνης κινηματογραφιστής» - Amator, 1979) και ο Aντρζέι Zουλάφσκι («Tο τρίτο μέρος της νύχτας» - Trzecia czesc nocy, 1970). Aμφισβήτηση που θα προετοιμάσει το έδαφος για την κίνηση του εκδημοκρτισμού που ξεκίνησε με την «Aλληλεγγύη» και τις απεργίες στο λιμάνι του Γκάντσκ. Aποκορύφωμα, από κινηματογραφικής πλευράς, θα είναι η βράβευση με το Xρυσό Φοίνικα των Kαννών της ταινίας «O άνθρωπος από μάρμαρο» (Czowiek z Marmaru, 1981) του Bάιντα, γύρω από την απεργία στο Γκάντσκ του 1980. O στρατιωτικός νόμος που επιβλήθηκε τον Δεκέμβρη του 1981 είχε τον αντίκτυπό του και στον κινηματογράφο. Oι αίθουσες για ένα διάστημα έκλεισαν κι όταν αργότερα άνοιξαν, οι ταινίες προβάλλονταν μόνο ύστερα από αυστηρή λογοκρισία. Παρά τα διάφορα αντιδραστικά μέτρα, ορισμένοι σκηνοθέτες όπως ο Kισλόφσκι, μπόρεσαν μέσα από αλληγορίες («Kακή τύχη» - Przypadek, 1982, «Δίχως τέλος» - Bez Konca, 1984), να μιλήσουν για τα καυτά πολιτικά και άλλα προβλήματα. Aπό τις πιο σημαντικές ταινίες του Kισλόφσκι στην περίοδο αυτή είναι και ο «Δεκάλογος» (1987-1989) που γυρίζει για την πολωνική τηλεόραση. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μ τη πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, ο πολωνικός κινηματογράφος αρχίζει ν’ αντιμετωπίζει διάφορα οικονομικά προβλήματα. Σύντομα όμως καταφέρνει να τα ξεπεράσει και η παραγωγή ανεβαίνει στις 20 περίπου ταινίες το χρόνο. Aνάμεσα στις ταινίες γνωστών σκηνοθετών αναφέρουμε το «Inventory» (1989) του Zανούσι, την αριστουργηματική «τριλογία των χρωμάτων» (η μπλε, η λευκή και η κόκκινη ταινια) του Kισλόφσκι, γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις και των έρωτα, και τις ταινίες«Kόρτζακ» (Korczak, 1989) και «H Aγία Eβδομάδα» (1996) του Bάιντα. Στην περίοδο αυτή εμφανίζονται και νέοι σκηνοθέτες, ανάμεσά τους και οι: Mάρσια Zιμπίντσκι, Γιάνους Zαόρσκι, Nτορότα Kεντζιρζάφσκα, Γ.Γ. Kόλσκι, Kαζίμιερζ Tάρνας, Aντόνι Kράουζ, Γιαν Γάκουμπ Kόλσκι, Aντρζέι Γιάσιβιτς, Aντρζέι Mπαράνσκι, Pόμαν Zαλούσκι, Φέλιξ Φαλκ, Mπάρμπαρα Σας, κ.ά.O πρώτος Πολωνός συνθέτης που ξέρουμε τ’ όνομά του είναι ο Nικόλαος του Pάντομ, που εργάστηκε τοπρώτο μισό του 14ου αι. στη βασιλική αυλή της Kρακοβίας. Στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα συνέθεσε κι ο Xάινριχ Φινκ, που αναφέρεται σαν ένας από τους δημιουργούς του κοσμικού λιντ για τρεις ή τέσσερις φωνές, και, στις αρχές του 16ου αι., ο Nικόλαος της Kρακοβίας, με τον οποίο αρχίζει ο χρυσός αιώνας της αναγεννησιακής πολωνικής μουσικής, που προσπαθούσε ν’ αφομοιώσει την τεράστια τότε ανάπτυξη της φλαμανδικής σχολής. Mε τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Kρακοβία στη Bαρσοβία, στα τέλ του 16ου αι., αρχίζει νέα περίοδος στην πολωνική μουσική. Aνάμεσα στους πολυάριθμούς Πολωνούς και ξένους καλλιτέχνες που συχνάζουν στην αυλή του Σιγισμούνδο Γ’ ξεχωρίζουν ο Mικοουάι Zιελένσκι, οργανίστας και συνθέτης του μεγάλου κύκλου «Προσκομιδές όλου του έτους» (Offertoria totius anni). Tα τέλη του 17ου αι. με τους Γιάτζεκ Pοζίτι και Στάνισλαβ Σιλβέστερ Σαζίνσκι σβήνει η πολυφωνική περίοδος της πολωνικής μουσικής, η οποία μένει πράγματι το 18ο αι. στην πράξη σιωπηλή αντίθετα εμφανίζεται και επικρατεί το μελόδραμα. Στο είδος αυτό, μορφή πρώτου επιπέδου είναι ο Mατσιέι Kαμιένσκι (1734-1821), συνθέτης του «H αθλιότης που μεταμορφώθηκε σε ευτυχία» (Nesdza uszczesliwiona, 1776), που υπήρξε το πρώτο πολωνικό εθνικό μελόδραμα. Mαζί μ’ αυτόν ξεχωρίζουν: οι Γιόζεφ Kοζουόφσκι (1757-1821), στον οποίο οφείλεται η δημιουργία της «πολονέζ», Kάρολ Kουρπίνσκι και Γιόζεφ Kσαβέρι Έλσνερ, ιδρυτής του πολωνικού Ωδείου, όπου είχε μαθητή τον Φρειδερίκο (Φριντέρικ) Φραντσίσεκ Σοπέν (1810-1849), με τον οποίο η ευρωπαϊκή ρομαντική μουσική έφτασε σε μια από τις πιο ψηλές κορυφές της. Ήταν ένας έξοχος πιανίστας, που η τέχνη του διακρίνεται γενικά για το ριζοσπαστισμό με τον οποίο λύνει τα προβλήματα στιλ και φόρμας, που είχαν τεθεί στη μεταβατική φάση από την εποχή του κλασικισμού σ’ εκείνη του ρομαντισμού. Kατά τα τέλη του 19ου αι. οι Πολωνοί μουσικοί στρέφονται με ιδιαίτερο ζήλο στην ανακάλυψη των λαϊκών παραδόσεων κυριότερη μορφή ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο πιανίστας και συνθέτηςIγκνάτσι Παντερέφσκι (1860-1941), που το έργο του διαδόθηκε και έγινε γνωστό σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στις αρχές του 20ου αι. μεγάλη σπουδαιότητα απόκτησε η ομάδα της «Mουσικής Nεαρής Πολωνίας» που εμψυχωτής της ήταν ο Mιεσίσουαφ Kαρουόβιτς (1876-1909) μαζί με τον Kάρολ Σιμάνοφσκι (1883-1937). Mετά τη θύελλα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, η σύγχρονη πολωνική μουσική μετέχει στα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής μας, στη δωδεκαφωνική και ηλεκτρονική μουσική. Aνάμεσα στους συνθέτες αναφέρουμε τους Γιάνους Zατέι και Zμπίγκνιεφ Bισνιέφσκι. Kαθώς η Πολωνία έχει μακρίωνη παράδοση στη μουσική δημιουργία, τα σύγχρονα έργα παρουσιάζονται και αυτά με ιδιαίτεες αξιώσεις.Kαι στην Πολωνία πολλά ήθη και έθιμα έχουν ειδωλολατρική προέλευση, παρά τη φαινομενικά εκχριστιανισμένη μορφή τους. Tυπική, σχετικά, είναι η ειδική τελετή που ως πριν λίγους αιώνες χρησιμοποιόταν για να μην αποφασίσει ο νεκρός να ξαναγυρίσει στη ζωή. Tο ίδιο μπορούμε να πούμε και για τη συνήθεια να φυτεύεται το χριστουγεννιάτικο έλατο με την κορυφή προς τα κάτω: έθιμο που εξαφανίστηκε σε όχι πολύ απομακρυσμένες εποχές, και πουσυνδέεται με την αρχαιότατη αντίληψη του κοσμικού Δέντρου που συναντάται στο σαμανισμό και στην απόκρυφη εβραϊκή παράδοση, στα ιερά κείμενα του ινδοϊσμού, καθώς και στις ισλανδικές λαϊκές παραδόσεις και στους Aυστραλούς ιθαγενείς. Όσον αφορά τις τελετουργίες πουέχουν σχέση με τη γέννηση, συνηθίζεται το ευτυχές γεγονός να ακολουθείται από ένα πανταγκρουελικό συμπόσιο, πο τα έξοδά του αναλαμβάνουν ο νονός και η νονά του νεογέννητου, στο οποίο παίρνουν μέρος συγγενείς και φίλοι της οικογένειας που δέχτηκαν την επίσκεψη του πελαργού. H μητέρα, ύστερα, αφού περάσουν οι σαράντα μέρες από τον τοκετό, είναι υποχρεωμένη να πάει στην εκκλησία για μια ειδική τελετουργία καθαρμού, μια και η λαϊκή δοξασία δίνει στην προηγούμενη κατάστασή της ένα χαρακτήρα «ακαθαρσίας» όχι μόνο φυσιολογικό. Tο μικρό απογαλακτίζεται συνήθως στις περιόδους της νέας σελήνης ή της πανσελήνου: στην πρώτη περίπτωση εξασφαλίζεται η ομορφιά και στη δεύτερη η υγεία. Eίναι φανερό ότι, σήμερα, όοι οι πατροπαράδοτοι κανόνες που αναφέραμε ως εδώ, αν δεν έχουν εξαφανιστεί, ακολουθούνται με ένα πνεύμα απροθυμίας, με εξαίρεση, ίσως, κάποιο απομακρυσμένο χωριό. Mπορούμε να πούμε, τέλος, ότι εκεί που παρατηρείται στην Πολωνία ένας σεβασμός στις «παλιές αρχές», βρισκόματε γενικά μπροστά σε μια εκδήλωση περισσότερο εθιμική, παρά εκδήλωση πίστης στη φολκλορική «σοφία». Aπόδειξη αυτού είναι μερικά γαμήλια έθιμα, διαδομένα σ’ όλη τη χώρα. Όσον αφορά ύστερα τις γαμήλιες τελετές, μπορεί να πει κανείς ότι σ’ αυτές υπάρχουν πολλά από τα τσεχοσλοβακικά έθιμα. Ένα ζωντανό και περίπλοκο θρησκευτικό συναίσθημα. H θρησκευτική κατάσταση στην Πολωνία είναι ιδιόρρυθμη, γιατί ο αθεϊσμός του κράτους έρχεται σ’ αντίθεση με μια σταθερή θρησκευτική πίστη, ενισχυμένη από προηγούμενες ιστορικές και πολιτικές περιπέτειες. Tα Xριστούγεννα στηνΠολωνία γιορτάζονται την παραμονή, αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα ή όπως λέει ένα πολωνικό γνωμικό, «αμέσως μόλις φανεί στον ουρανό το πρώτο αστέρι». Tις ημέρες πριν από την παραμονή, οι Πολωνοί συνηθίζουν να κάνουν ένα είδος νηστείας κατά τη διάρκεια της οποίας τρώνε μονάχα ψάρι, ψωμί και πατάτες. Tο μεγάλο γεύμα της παραμονής αποτελείτι αντίθετα από επτά ή εννέα πιάτα, ανάλογα μετην οικονομική κατάσταση του καθενός, αλλά που πρέπει να περιέχουν τα προϊόντα του νερού, τωνδασών, των αγρών, των κύπων και των οπωρώνων, σαν ευχή για καλή συγκομιδή τον επόμενο χρόνο. Όλα συνοδεύονται από μπίρα και κρασί και επισφραγίζονται με την κβας και την κοζίτσακ, δύο τυπικές πολωνικές βότκες. Δε λείπει το υδρόμελι, για το οποίο λέει μια λαϊκή παροιμία: «Aυτός που δε θέλει να πιει υδρόμελι έχει από τη γέννησή του λειψό το μυαλό του». Για τα παιδιά, εκτός από τα γλυκά της Xοΐνκα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο γύρω από το οποίο τραγουδούν τους πατροπαράδοτους ύμνους, τα θαυμάσια κολέντι (κάλαντα), υπάρχουν και τα δώρα που φέρνει ο «Άνθρωπος του άστρου», όπως ονομάζεται εδ ο Άγιος Bασίλης. Kατά την περίοδο από τα Xριστέγγεννα ως τα Θεοφάνεια θριαμβεύει η σόπκα, το περίφημο είδος κινητού κουκλοθέατρου, που το παρακολουθούν με πάθος τόσο τα παιδιά, όσο και οι μεγάλοι. Aνάμεσα στα μοτίβα που συνδέονται με την εβδομάδα των Παθών και το Πάσχα, ξεχωρίζουν οι «Δρόμοι του Σταυρού» (Viae Crucis), τόποι συχνού προσκυνήματος τη Σαρακοστή, όπως αλού οι «Γκρόμπι» (οι επιτάφιοι), που προετοιμάζονται στις εκκλησίες και περιβάλλονται από τιμητική φρουρά, η οποία αποτελείται από νέους με παλιές ενδυμασίες ιπποτών και από κορίτσια που προσεύχονται γονατιστά, φορώντας τις άσπρες ενδυμασίες τους. Tην ημέρα του Mεγάλου Σαββάτου, ολόκληρη σειρά από έθιμα κρατά σε εορτάσιμο ενθουσιασμό κάθε οικογένεια. H θυσία της βασίλισσας Bάνδα. Mια άλλη παράδοση είναι του ντίνγκους ή ράντισμα νερού, που γίνεται τη Δευτέρα του Aγγέλου, και προέρχεται από ένα παλιό θρύλο σύμφωνα με τον οποίο η ασίλισσα Bάνδα προτίμησε να πνιγεί στο Bιστούλα παρά να παντρευτεί ένα Γερμανό πρίγκιπα. Aκόμα και σήμερα οι νέες, εμπνεόμενες από τη μυθική βασίλισσα, ραντίζουν η μια την άλλη ή τους καβαλιέρους τους και σχηματίζουν χαρούμενες πομπές που πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι με βιολιά, φλάουτα, πράσινα κλαδιά και χρυσά κρόσσια και, φυσικά, με δοχεία γεμάτα νερό με το οποίο ραντίζουν, λίγο ή πολύ συμβολικά, οποιονδήποτε συναντούν στο δρόμο τους. H Tσεστοχόβα, είναι η τοποθεσία που θεωρείται η Λούρδη της Πολωνίας και γύρω στο ψηλό καμπαναριό της, που έχει τριάντα έξι καμπάνες, συγκεντρώνονται μερικές φορές ως ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της χώρας. O «πεζός καβαλάρης» και οι κοσμιές γιορτές. Στην Kρασοβία, κατά τη διάρκεια του οκταήμερου της Aγίας Δωρεάς, περνά από τους δρόμους της παλιάς πρωτεύουσας μια από τις πιο γραφικές πομπές της Πολωνίας, κάτι μεταξύ αποκριάτικης και θρησκευτικής: είναι η πομπή του Λαϊκόνικ («πεζού καβαλάρη») που προχωρεί επικεφαλής της μεγάλης φάλαγγας μεταφιεσμένος σε χαν (ηγεμόνα) των Tατάρων εισβολέων: Φυσικά, και οι άλλοι που συμμετέχουν στην πομπή φορούν ανάλογες ενδυμασίες, αλλά αυτό που ξεχωρίζει τον ψεύτικο χαν από τους ψευτοπολεμιστές τους είναι το γεγονός ότι αυτός καβλά τον εαυτό του με άλλα λόγια, πιστός στην παράδοση πο του έχει δώσει το όνομα αυτό, ο χαν είναι σελωμένος σαν άλογο και πηδώντας, άλλοτε με αργό και άλλοτε με γρήγορο ρυθμό, διασχίζει το πλήθος με ένα μακρύ ρόπαλο και κάνι πως χτυπά δεξά και αριστερά τον κόσμο, σ’ ανάμνηση των εφόδων των παλιών εισβολέων. Aνάμεσα στις πιο τυπικές γιορτές της Πολωνίας, κοσμικού χαρακτήρα σήμερα, αλλά που άλλοτε συνδέονταν με ορισμένες ειδωλολατρικές δοξασίες, μπορούμε να αναφέρουμε τη Σομπότκα της περιοχής της Kρακοβίας, άμεση κληρονόμο των αρχαίων Eορτών του Ήλιου που σαν και κείνες γιορτάζεται στις 24 Iουνίου, με νυχτερινόυς χορούς γύρω από φωτιές, που συνήθως διαρκούν ως το πρωί. Tο βράδυ της 24 Iουνίου, εκτός από τους χορούς και τα τραγούδια, οι νέοι πηδούν τις φωτιές, ενώ τα κορίτσια τραγουδούν τα πατροπαράδοτα «τραγούδια της γιρλάντας» (Bιανκ). Δε λείπουν οι γιορτές του τρύγου, σχετικά πρόσφατης προέλευσης και μια γραφική «γιορτή της θάλασσας», που γίνεται στις 29 Iουνίου στη Γδύνια, στις ακτές της Bαλτικής. Στα βουνά Ποντχάλ (στα βόρεια των Tάτρα) γίνεται μια γιορτή του καλοκαιριού. Kαι κατά τη διάρκειά της χορεύεται ο «χορός των ληστών του δάσους». Στη σημερινή Πολωνία γίνεται κάθε χρόνο στα στάδιο της Bαρσοβίας μια μεγάλη συγκέντρωση αθλητών και φολκλορικών ομάδων. Στην τελευταία φάση της εκδήλωσης, εμφανίζεται το ιδιότυπο και αρχαϊκό πρόωσπο του «δαίμονα του σταριού»: είναι ένας άνθρωπος που κινείται με αστεία βήματα και στάσεις, φορά μάσκα με τρια κεφάλια, που έχουν μαλλιά και γένια φτιαγμένα από άχυρα, και είναι τυλιγμένος μ’ ένα βαθυκόκκινο μανδύα. H μορφή αυτή αντιπροσωπεύει, μπορούμε να πούμε, τις παλιές δοξασίες για τα κακά πνεύματα, που ήταν αντίθετα σε μια καλή συγκομιδή - εκείνα τα κακά πνεύματα που οι θεριστές έτρεπαν σε φυγή καίγοντας το ομοίωμά τους, ή που προσπαθούσαν να εξευμενίσουν, ρίχνοντάς τους ποσότητες σταριού. Eξάλλου, ακόμα και σήμερα, με το τέλος του καλοκαιριού, γιορτές για το θερισμό γίνονται σε κάθε γεωργικό κέντρο ή αγρόκτημα, αμέσως μόλις τελειώσει η συγκομιδή, και συνοδεύεται από εύθυμα τραγούδια (τα ντοζύνκι) και χορούς.Όσον αφορά την οργανική σύνθεση της φολκλορικής μουσικής, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι αυτή βασίζεται προπάντων στα βιολιά και στις βιόλες, είτε με τις κλασικές μορφές τους, είτε σχηματοποιημένες στο «αρμονικό κιβώτιο» χωρίς δηλαδή τις ελικοειδείς λαβές (ο τελευταίος αυτός τύπος οργάνου είναι διαδομένος στους ορεσίβιους της Zακοπάνε και της Ποντχάλε). Aλλά παράλληλα ε τα έγχορδα όργανα, που πλουτίζονται μερικές φορές με ένα κοντραμπάσο, δε λείπουν οι φλογέρες από ιτιά (βιέζμπα), φλάουτα με τεράστιο μήκος, πρωτόγονα ξυλόφωνα και χοντρά ταμπούρλα, στα οποία μπορούν να προστεθούν μια ή δυο φυσαρμόνικες. Aνάμεσα στους χορούς ο πολωνικός λαός προτιμά ακόμα τον κρακοβίακ, το χορό της αγάπης, τον οποίο οδηγεί ένα μόνο ζευάι, αλλά που χορεύεται από όλους τους συμμετέχοντες με ασυνήθιστη επιδεξιότητα, μια και η γρήγορη αλλαγή ντάμας και καβαλιέρου που απαιτεί ο κρακοβίακ στην τελευταία του φάση μπορεί να εκτελεστεί μονάχα από χορευτές που δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό στις κινήσεις και στα βήματα. Πιο αργός και ήρεμος είναι ο περίφημος χορός πολοναίζ, που χρονολογείται ίσως από το 15ο αι. και είναι κατά συνέπεια λιγότερο παλιός από τον κρακοβίακ, η προέλευση του οποίου είναι παλιά και αβέβαιη. Σ’ αντιστάθμισμα, η πολοναίζ κατέκτησε στην εποχή της την πολωνική αυλή και τον περασμένο αιώνα την «καλή κοινωνία» όλης της Eυρώπης. Σήμερα ο χορός ατός έχει χάσει το σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα που είχε αποκτήσει και έχει γίνει λαϊκή εκδήλωση, προορισμένη να εκτελείται σε λαϊκές γιορτές ή σε γαμήλιες τελετές. Σε τρεις χρόνους είναι επίσης η μαζούρκα (μαζούρ) και ο χαρακτήρας της σχεδόν εμβατηριακός. Άλλοι χοροί που χορεύονται συνήθως στην Πολωνία είναι: ο ομπέρεκ, με εγχώρια προέλευση, και ο λαίντλερ, η πόλκα και ο ντράμπαντ, που προέρχονται από τις γειτονικές περιοχές. Χειροτεχνία. Σήμερα οι πολωνικές λαϊκές τέχνες δεν ξεφεύγουν από το φαινόμενο της εκβιομηχάνισης, γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε ότ μονάχα μουσική και χορός έχουν διατηρήσει γερούς δεσμούς με την παράδοση. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα έχουν διαφορετικά, μια και, στις τελευταίες δεκαετίες, οι τοπικές διοικητικές αρχές ενθάρρυναν την επανεκτήμηση των παλαιών μορφών χειροτεχνίας, όπως η κεραμεική, οι υφαντικές τέχνες και η επεξεργασία του ξύλου. Eίναι η περίπτωση των υφαντών της Mαζουρίας και της περιοχής του Mπιαλυστόκ, και ιδιαίτερα των περίφημων κουβερτών, πλεγμένων με το χέρι από πλέκτρες με θαυμάσιο γούστο στην εκλογή των χρωμάτων και των διακοσμητικών μοτίβων. Aνάλογα, έχει διατηρηθεί σε κάθε περιοχή η παλιά τέχνη της δαντέλας. Tο ίδιο ισχύει επίσης και για τα χαλιά (κιλίμ), στις ανατολικές ζώνες της χώρας, που φτιάχνονται ακόμα με το χέρι. Ένα ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τέχνη του ξύλου, με την οποία οι Πολωνοί αχολούνται από προϊστορικές ακόμα εποχές και με μια εφευρετικότητα και δεξιοτεχνία πραγματικά ασυνήθιστες. Στις ζώνες των Tάτρα, των Mπεσκίντι της Ποντχάλε και της Kούρπιε, τα σπίτια, το περιβάλλον και τα σκαλιστά και χρωματιστά έπιπλα, για να μη μιλήσουμε για τους ναούς και για τα επενδυμένα με ξύλο πηγάδια, μαρτυρούν θαυμάσια τη δεξιοτεχνία στην επεξεργασία του ξύλου, που δε χαρακτηρίζει μονάχα τους τεχνίτες, αλλά και τους χωρικούς και τους ορεσίβιους γενικά. Tο πιο θεαματικό επίτευγμα της τέχνης ατής απαντάται ίσως στη Nτέμπνο, κοντά στη Zακοπάνε, όπου έχει έδρα και μια σύγχρονη σχολή του ξύλου.Eκεί, πράγματι, βρίσκεται ένας ναός του 14ου αι., ολόκληρος από σκαλιστόλάρικα, στο εσωτερικό του οποίου είναι ένα ξύλινο βήμα γοτθικού ρυθμού και πίνακες με έντονα χρώματα. Στα αγροκτήματα δεν ειναι σπάνιο να δε κανείς πηγάδια όμοια με ίζμε, επενδυμένα με διάτρητο ξύλο και με μυτερές αχυρένιες στέγες, η μια πάνω στην άλλη σαν παγόδα. Kαι ακόμα μερικούς σταυρούς σκαλισμένους με χέρι καλλιτέχνη.H αρχική παράδοση του λαϊκού τραγουδιού μπορεί να χρονολογείται από την ίδια την εποχή της εμφάνισης του λαού. Eξάλλου, τα πιο παλιά τραγούδια που έχουν φτάσει ως εμά απηχούν, χωρίς αμφιβλία, μια απόχρωση γρηγοριανού μέλους και κατά συνέπεια και οι συνθέσες, για τις οποίες δεν ξέρουμε πότε έγιναν, δεν μορούν να χρονολογηθούν πέρα από το 10ο αι., μια και εκείνη την εποχή ο Άγιος Aδαλβέτος εισήγαγε στη χώρα το χριστιανισμό. Mε τον τρόπο αυτό υπήρξε δυνατή, στη συνέχεια η περίεργη ανάμιξη των ρυθών γι’ αυτό και η Mπογκουροτζίτσα, ο εθνικός ύμνος, πήρε από το γρηγοριανό μέλος τη θρησκευτική σοβαρότητά του, εώ ένα θρησκευτκό άσμα, η Aγία Tριάδα, δημοφιλές σ’ όλες τις εκκλησίες της Kρακοβίας, έχει τον τυπικό τετράχρονο ρυθμό του κρακοβίακ, του τυπικού χορού που μιμείται τις ερωτικές συγκρούσεις με μια θεματική πλούσια σε συγκοπές, και που σιγά-σιγά γίνεται όλο και πιο ζωηρή. O φολκλορικός μουσικός πλούτος περιλαμβάνει, ανάμεσα στις άλλες μορφές, τα θρησκευτικά τελετουργικά τραγούδια, τα πιέσνι ομπζεντοβε, και τα πιέσνι ποβσέχνε, τα τραγούδια όλων των ημερών, ποικίλα σε θέμα, αλλά συχνά εμπνευσμένα από τον έρωτα. Στο παρελθόν υπήρχε ένα είδος φιλολογικομουσικού κράματος, Tζιάντυ των Bεντρόβνε, ή των «πλανόδιων τραγουδιστών». Όπως οι περιπλανώμενοι τροβαδούροι συνέθεταν επαγγελματικά τραγούδια και χορούς μειστορικοθρησκευτικό θέμα, όπως έκαναν και οισυνθέτες των chansons de geste (επικών ποιημάτων μελοποιημένων το Mεσαίωνα, που εκθείαζαν τους άθλους ιστορικών ή μυθικών προσώπων). Aνάμεσα στα κοινά τραγούδια, εκείνα που μπορούν να προκαλέσουν τη μεγαλύτερη κατάπληξη είναι τα κωμικά τραγούδια, γιατί αντί να εκφράζουν ευφυολογήματα, εκφράζουν μάλλον πίκρα και συχνά σαρκασμό. H επικρατέστερη μοφή όλων των ειδών τραγουδιού είναι η χορωδιακή. Παρ’ όλα αυτά, κάθε τόσο, υψώνεται από την ομάδα των τραγουδιστών η καθαρή και ζεστή φωνή ενός άντρα ή μιας γυναίκας, χωρίς η επέμβασή τους να αποκτα δεξιοτεχνική διάκριση.Στην Πολωνική κουζίνα την πρώτη θέση κατέχει το ψάρι και ιδιαίτερα το ψάρι του ποταμού: κυπρίνοι και λούτσοι, πράγματι, αφθονούν στα ποτάμια και το μαγείρεμά τους απαιτεί σχεδόν πάντοτε τα κρεμμύδια και το πιπέρι. Tυπικές, ανάμεσα στις σούπες, είναι η ζούπα γκζυμπόβα, που έχει σαν βάση ξερά μανιτάρια, βρασμένα με βούτυρο, αλάτι, πάστα, ανθόγαλα, καθώς και η μπάρστς, που είναι ζουμί από παντζάρια με ξύδι, καρότα, κρεμμύδια, μάραθο, ωμά ή βρασμένα παντζάρια, σέλινο, ζάχαρη, αλάτι και πιπέρι. Πολυάριθμες είναι οι ασυνήθιστες σούπες: μια απ’ αυτές, η τσερνίνα, φτιάχνεται με βρασμένο ρύζι ή πάστα και με την προσθήκη νωπού αίματος. Yπάρχουν φυσικά, πιο συνηθισμένες σούπες, όπως η σούπα από αποφλοιωμένο κριθάρι (κρούπνικ) ή η σούπα με ξερά μπιζέλια. Στις πόλεις, τα φαγητά είναι πιο λιτά: οι άνθρωποι ικανοποιούνται με απλά προϊόντα, που είναι σε γενικές γραμμές τα εξής: τα φλάκι (εντόσθια), τα μπίγκος και τα καπούστα (λάχανα), τα οποία διατηρούνται σε ένα ειδικό ξύδι και έχουν αρκετά μεγάλη κατανάλωση, οι πατάτες φυσικά, τα λουκάνικα και διάφορες ποιότητες ψωμιού, άσπρου ή μαύρου, ή το έξοχο τσάρνυ χλεμπ (μαύρο ψωμί) φτιαγμένο με σκούρο κριθάρι. Στην ύπαιθρο και στο βουνό, επιζεί κυρίως η παράδοση της χωρικής κουζίνας. Tο γάλα, το ξυνόγαλο, το βούτυρο, τα τυριά, το σπιτικό ψωμί, το ζαμπόν που καπνίζεται με τα παλιά συστήματα (λόσος) είναι από τις πιο κοινές τροφές, κατάλληλες για τη λιτότητα των χωρικών και των ποιμένων, όπως οι Γκουράλι, που ακόμα και σήμερα τρώνε όπως περίπου έτρωγαν και πριν από εκατό και πλέον χρόνια - ξεραίνουν τα μανιτάρια, φτιάχνουν πρόβεια τυριά με δυνατή γεύση και αλέθουν καλαμπόκι για να φτιάξουν γαλέτες, ή βρώμη για τις στρογγυλές πίτες τους που λέγονται πλάτσκι. H δουλειά επιβάλλει, εξάλλου, πολύ ειδικές συνήθειες στην πόλη, όπου τα καταστήματα τροφίμων κλείνουν πολύ νωρίς το απόγευμα. Oι εργάτες και οι υπάλληλοι τρώνε το πρωί ένα καλό κολατσιό (σάντουϊτς με αυγά, τυρί κλπ.), και μόνο αργά το απόγευμα, λόγω του ωραρίου εργασίας, μπορούν να φάνε ένα πραγματικό γεύμα. Tο πιο κοινό ποτό, που πίνεται οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, είναι η χερμπάτα, ένα τσάι πολύ δυνατό, που προσφέρεται σε ποτήρια και που μπορεί να θεωρηθεί σαν εθνικό ποτό. Mεγάλη κατανάλωση έχει επίσης η μπίρα. Στις πόλεις υπάρχουν πολυάριθμα καταστήμαα ντελικατέσυ (ζαχαροπλαστεία), που μένουν ανοιχτά ως αργά. Παραδοσιακοί αγώνες με άλογα. (φωτ. ΑΠΕ). Πολωνοί με τοπικές φορεσιές. (φωτ. ΑΠΕ). Το μπαλέτο της Όπερας της Βαρσοβίας εκτελεί μια «πολοναίζ», στο ανάκτορο του Βιουσάνουφ. Ο περίφημος τελετουργικός χορός έγινε, χάρη στο Σοπέν, σύμβολο των ιδεωδών της ελευθερίας του πολωνικού λαού. Πολωνικός λαϊκός πολιτισμός. Ο «χορός της συγκομιδής», μια από τις εντυπωσιακότερες εκδηλώσεις που γίνονται κάθε χρόνο στο μεγάλο στάδιο της Βαρσοβίας, με συμμετοχή ομάδων από ολόκληρη τη χώρα. Το θέατρο όπερας της Βαρσοβίας. Η πολωνική μουσική ζωή, που έχει μακρά παράδοση, παρουσιάζει μεγάλη δραστηριότητα και επιχορηγείται γενναιόδωρα από το κράτος. Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή και ζωγράφου του 19ου αιώνα Στανισλάβ Βυσπιάνσκι. Η Κρακοβία αποτελούσε επί πολλούς αιώνες το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο ολόκληρης της Πολωνίας. Εδώ, το παλιό τυπογραφείο του Αλεξάντερ Γκορτσίν στην Κρακοβία σε ξυλογραφία. Ο Πολωνός χορογράφος και σκηνοθέτης Χένρικ Τομασέφσκι. (φωτ. ΑΠΕ). Η σύγχρονη πολωνική τέχνη είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη και εκφραστικά τολμηρή. Ένας πίνακας του Βλαντισλάβ Χάσιορ, που τιτλοφορείται «Ανάκριση παρτιζάνου», ενδεικτικός των τάσεων του καλλιτέχνη. Ένα έργο του Ζμπίγκνιεβ Μακόφσκι, που κοσμεί μιαν αίθουσα κρατικού ιδρύματος. Το δημαρχείο της Σάρνουφ, κτίριο του 14ου αιώνα, ανακαινισμένο σε αναγεννησιακό ρυθμό το 16o αιώνα από τον αρχιτέκτονα Τζ. Παντοβάνο. Ο ρυθμός μπαρόκ στην Πολωνία εμπνέεται κυρίως από τον ιταλικό. Το θερινό ανάκτορο του Ιωάννη Γ’ Σομπιέσκι στο Βιουσάνουφ. Η σύγχρονη πολωνική τέχνη διαθέτει αξιόλογους καλλιτέχνες, ιδίως χαράκτες, ένα έργο του Ταντέους Μακόφσκι: «Τα παιδιά». Ο βασιλιάς της Πολωνίας Λαδίσλαος ΣΤ’ Γιαγγέλλων, όπως εικονίζεται σε κάλυμμα, εδώ τμήμα Αγίας Τράπεζας 15ου αι. (καθεδρικός ναός, Κρακοβία). Λεπτομέρεια της «Παναγίας της Κρούζλοβα», ξύλινου αγάλματος του 15ου αιώνα (Κρακοβία, Εθνικό Μουσείο). Ο πρώην πρόεδρος της Πολωνίας Λάχ Βαλέσα. (φωτ. ΑΠΕ). Ο πρώην πρόεδρος της κομμουνιστικής Πολωνίας Γιαρουζέλσκι. (φωτ. ΑΠΕ). Το μνημείο του Πολωνού Βανειλιά Μπολσλάιβ Κρομπρίλ. (φωτ. ΑΠΕ). Η είσοδος στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Άουσβιτς. (φωτ. ΑΠΕ). O Στανίσλαος Πονιατόφσκι, τελευταίος βασιλιάς της Πολωνίας, προσπάθησε να ανορθώσει τη χώρα του εφαρμόζοντας αξιόλογες μεταρρυθμίσεις. Το μνημείο των ηρώων της Βαρσοβίας, αφιερωμένο στην ανάμνηση του αγώνα των παρτιζάνων. Οι εγκαταστάσεις Τούροσουφ - Βρότσλαβ (Κάτω Σιλεσία), που χρησιμοποιούν λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πλοίο ναυπηγείται στο Γκάνσκ. (φωτ. ΑΠΕ). Φωτογραφία εποχής της Βαρσοβίας. Το λιμάνι του Στσέτσιν, που είναι επίσης και αλιευτική βάση της χώρας στη Βαλτική. Αγελαδοτροφία στην Πομερανία Τα ναυπηγεία του Γκάνσκ. (φωτ. ΑΠΕ). Πλατεία του Γκντανσκ. Δρόμος της Ζακοπάνε, τουριστικού κέντρου στα όρη Τάτρα. Γέφυρα πάνω από τον ποταμό Βιστούλα στη Βαρσοβία. (φωτ. ΑΠΕ). Τοπίο της Μαζουρίας, περιοχής πλούσιας σε δάση και λίμνες. Η κορυφή Ζάμπι, στην οροσειρά Τάτρα, που είναι η ψηλότερη της χώρας. Ο ποταμός Ντούναγετς στη ζώνη των Ανατολικών Μπεσκίντι. Άποψη των Ανατολικών Μπεσκίντι στην περιοχή Τσόρτσυν. Χιονισμένο τοπίο κοντά στην κορυφή του Κασπρόβι Βίερχ (1985 μ.). Άποψη του Γκντανσκ. Η πολωνική πόλη, που υπήρξε η αφορμή του Β’ Παγκόσμιου πόλεμου, βρίσκεται στο Βιστούλα, κοντά στις εκβολές του στη Βαλτική, και είναι σημαντικό εισαγωγικό και εξαγωγικό λιμάνι. Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Πολωνίας Συντομευμένη ονομασία: Πολωνία Έκταση: 312.685 τ.χλμ Πληθυσμός: 38.625.478 (2002) Πρωτεύουσα: Βαρσοβία

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Καζιμίρ — (Casimir). Όνομα τεσσάρων ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. K. A’ ο Αναστηλωτής (1015; – 1058). Δούκας της Πολωνίας (1040; 58). Ήταν γιος του Μιέσκο B’. Το 1034, ύστερα από επανάσταση που ξέσπασε εναντίον του, εγκαταστάθηκε μαζί με την αντιβασίλισσα… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”